Ανάμεσα στους Έλληνες λογοτέχνες που συνθέτουν την εικόνα της νεοελληνικής λογοτεχνίας από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους και εξής, λάμπει ολόφωτη η μορφή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ο μεγάλος μας συγγραφέας από τη Σκιάθο, ‘κοσμοκαλόγερος‘, όπως επονομάστηκε λόγω της ζωής που διήγαγε και της θεματικής που αναπτύσσει στα έργα του, μας έδωσε μια εικόνα των ελληνικών ηθών, της λαϊκής πνευματικότητας και του τρόπου ζωής που ξεχωρίζει ακόμα και στις ημέρες μας. Εν όψει του Πάσχα, οι Εκδόσεις Πηγή επιλέγουν και σας παρουσιάζουν 2+1 αποσπάσματα από κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη τα οποία μας εισάγουν μοναδικά στο πνεύμα των ημερών!
Ο μπαρμπα-Κίτσος, αφού φίλησε τρεις τέσσερις φορές την τσότρα, άρχισε να ψέλνει το «Χριστός Ανέστη» με τον ιδιαίτερο τρόπο του, ως εξής:
Κ’στό- μπρε – Κ’στός ανέστη
εκ νεκρών θανάτων,
θάνατον μπατήσας
κ’ έντοις- έντοις μνήμασι,
ζωήν παμμακάριστε!
Και όμως, με όλη του την ιδιορρυθμία, κανένας ποτέ δεν έψαλλε αυτό το ιερό τραγούδι με περισσότερο χριστιανικό αίσθημα και ενθουσιασμό, με εξαίρεση ίσως το γνωστό στην Αθήνα γέροντα και σεβάσμιο Κρητικό, που έψελνε το «Άλαλα τα χείλη των ασεβών» με την εξής προσθήκη: «Άλαλα τα χείλη των ασεβών των μη προσκυνούντων, οι κερατάδες! ,την εικόνα σου την σεπτήν…».
Αληθινοί ορθόδοξοι Έλληνες!
Κατά το απόγευμα είχε αρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος (επειδή οι γυναίκες επιφυλάσσονταν για τη Δευτέρα και την Τρίτη για να χορέψουν το συρτό και την καμάρα), και ο παπα-Κυριάκος με την παπαδιά του και τον Ζάχο, που γλίτωσε το ξύλο χάρη στη μέρα (γιατί ο πατέρας του μετά είχε θυμώσει μαζί του, που έγινε αίτιος να δημιουργηθεί αυτό το κενό), αποχαιρετώντας τη συντροφιά, κατέβηκαν στη μικρή πόλη.
Ο παπα-Κυριάκος έδωσε ολόκληρο το μερίδιο από την εξοχή στον άλλο παπά της ενορίας και ούτε που καταδέχτηκε να κάνει λόγο για την υποτιθέμενη κλοπή.
Όμως ο παπα-Θοδωρής του είπε μόνος του ότι το μερίδιό του από την ενορία βρισκόταν στο σπίτι του, του παπα-Θοδωρή. Έκρινε καλό, είπε, να μεταφέρει στο σπίτι του από την εξώπορτα του Άγιου Βήματος και τα δυο μερίδια, για να μη
βλέπουν μερικοί υπερβολικά επιπόλαιοι και να μη λένε κάποιες φαρμακόγλωσσες ότι οι παπάδες έχουν δήθεν πολλά εισοδήματα.
– Ο κόσμος ξιπάζεται, είπε, άμα μας δει μια καλή μέρα να πάρουμε τίποτε λειτουργίες και δε συλλογίζεται πόσες βδομάδες και μήνες περνούν άγονοι!
(απόσπασμα από το διήγημα ‘Εξοχική Λαμπρή‘, 1890)
– Μα πώς δε βλέπουν κοτζάμ φωτιά; είπε με απορία ο Πηλιώτης.
– Θα έχουν πέσει μέσα σε κακοτοπιά, στον ίσκιο του βουνού, το φεγγάρι δεν ψήλωσε ακόμη.
– Πάω να φέρω το φανάρι! έκραξε ο Σταμάτης.
Κι έτρεξε κάτω, στον περίβολο του Αϊ-Γιάννη, απ’ όπου επέστρεψε μετά από λίγο φέρνοντας φανάρι αναμμένο. Ο Σταμάτης, κρατώντας το, προπορεύτηκε και οι τρεις άντρες τον ακολουθούσαν μέσα στο δάσος. Μετά από λίγα λεπτά οι φωνές ακούγονταν πιο κοντά και στο τέλος φάνηκε ο παπάς που τον ακολουθούσε ο ανιψιός, ο βοηθός τους, σέρνοντας από την τριχιά ένα γαϊδουράκι, που πάνω του ήταν φορτωμένα τα «ιερά» του παπά. Αλλά τελευταία απ’ όλους φάνηκε μια σκιά, που έδειχνε πως απέφευγε ν’ αντικρίσει το φως του φαναριού.
– Μπα! έκανε γελώντας ο Σταμάτης. Και ψιθύρισε σιγά στον Μπαρέκο:
– Ο Αλιβάνιστος!
– Μεγάλο θαύμα! είπε ο Μπαρέκος.
– Πώς έκανες, βλογημένε, κι έχασες το δρόμο; ρώτησε τον παπά ο Αγγελής ο Πολύχρονος.
– Μη ρωτάτε… Θέλησα να πάω από άλλο δρόμο… απ’ τα Ρόγγια… είπε λαχανιασμένος ο παπάς ̇ ήθελα να δω το χωράφι… Είπε να το σπείρει κείνος ο Ντανάκιας και τ’ άφησε άσπαρτο… κι εγώ χαμπάρι δεν πήρα τόσους μήνες τώρα. Ας είναι καλά ο άνθρωπος… Είχα και δυο τρεις αγιασμούς να κάνω και νύχτωσα… Καλά που έπεσα κοντά στο καλυβάκι του μπαρμπα-Κόλια εδώ (δείχνοντας αυτόν που αποκαλούσαν Αλιβάνιστο) και με βοήθησε να βρω το δρόμο!… Ας έχει την ευχή μου!
Ο παπα-Γαρόφαλος έδειχνε εκείνον που αποκαλούσε μπαρμπα-Κόλια, που όμως, σαν αληθινή σκιά, είχε αρχίσει να γλιστρά πίσω από τα δέντρα και να απομακρύνεται. Ο Μπαρέκος, τρέχοντας, τον άρπαξε δυνατά απ’ το μπράτσο.
– Πού πας, μπαρμπα-Κόλια; είπε. Τώρα δε σ’ αφήνουμε… τελείωσε! Φέτος θα κάνουμε Ανάσταση μαζί!…
Ο Σταμάτης, μη μπορώντας να κρατήσει τα γέλια του, άρχισε με το φανάρι που κρατούσε να κάνει κινήσεις σαν να λιβάνιζε προς το βάθος, στο μέρος που στεκόταν το σύμπλεγμα του Μπαρέκου και του μπαρμπα-Κόλια.
(απόσπασμα από το διήγημα ‘Ο Αλιβάνιστος’, 1890)
Ο μπαρμπα-Πίπης ήταν Ιταλοκερκυραίος, απλοϊκός, από Ελληνίδα μητέρα, Έλληνας στην καρδιά, και επηρεαζόταν, άθελά του ίσως, όπως τόσοι άλλοι, από το άπειρο μεγαλείο και την ανείπωτη γλυκύτητα της εκκλησίας της ελληνικής. Καυχιόταν ότι ο πατέρας του, που ήταν στρατιώτης του Ναπολέοντα Α’ «είχε μεταλάβει ρωμέικα» όταν κινδύνεψε να πεθάνει, εκβιάζοντας γι’ αυτό, με κάποιους συστρατιώτες του, τον αγαθό παπά. Και όμως, όταν, μετά απ’ όλα αυτά, φυσιολογικά του έλεγε κάποιος: «Γιατί δε βαφτίζεται, μπαρμπα-Πίπη;», η απάντησή του ήταν ότι μια φορά βαφτίστηκε και ότι βρέθηκε εκεί.
Φαίνεται ότι οι Πάπες της Ρώμης, με τη συνηθισμένη επιτήδεια πολιτική τους, είχαν αναγνωρίσει στους ρωμαιοκαθολικούς των Ιόνιων Νησιών μερικά από τα προνόμια που παραχωρούνταν στους Ουνίτες, επιτρέποντας σ’ αυτούς να
γιορτάζουν μαζί με τους ορθόδοξους όλες τις γιορτές. Αρκεί κάποιος να προσκυνήσει την παντόφλα του Ποντίφικα και τα υπόλοιπα είναι αδιάφορα.
Ο μπαρμπα-Πίπης έτρεφε μεγάλη ευλάβεια στον πολιούχο άγιο της πατρίδας του και στο σεπτό λείψανό του. Πίστευε στο θαύμα του κατά των Βενετών, που τόλμησαν κάποτε να ιδρύσουν δικό τους θυσιαστήριο μέσα στην ορθόδοξη εκκλησία του (il Santo Spiridion ha fatto cquesto aso), όταν ο άγιος εμφανίστηκε τη νύχτα με μορφή μοναχού και, κρατώντας δαυλό αναμμένο, έκανε στάχτη μπροστά στους απολιθωμένους από τρόμο φρουρούς το βωμό που μόλις είχαν εγκαταστήσει. Αφού βρισκόταν μακριά από την Κέρκυρα, ο μπαρμπα-Πίπης ποτέ δε θα ανεχόταν να γιορτάσει το Πάσχα μαζί με τους φράγκους.
(απόσπασμα από το διήγημα ‘Πάσχα Ρωμέικο’, 1891)