«Χτυπούσα με μίσος και με λυσσαλέο πάθος το κεφάλι του, ώσπου τα αίματα έβαψαν τα χέρια μου. Δεν μπορούσα να ελέγξω αυτόν τον ασυγκράτητο θυμό μου, που έγινε ποτάμι και τον έπνιξε. Πήρα όμως την εκδίκησή μου, για τη μάνα μου, για μένα και για τόσες άλλες γυναίκες που έπεσαν θύματα βιασμού απ’ τους παρακρατικούς και απ’ τους Χίτες…»
«Κανένας δεν έμαθε το μυστικό μου, παρά μόνο εσύ, διαβάζοντας αυτές τις σημειώσεις… Τις Άλικες Ζωές, τις κόκκινες, τις αιματοβαμμένες ζωές… Τις δικές μας ζωές, γιε μου…»
Μικρασιατικά παράλια, Ελλάδα, Λέσβος… Και ένας πόλεμος, αυτός ο αδελφοκτόνος, που θα καταστρέψει ζωές, αλλά το χειρότερο, θα μείνει για πάντα χαραγμένος μέσα στις μνήμες όσων επέζησαν τότε. Για να θυμούνται… Για να μην ξεχάσουν ποτέ. Όπως ποτέ δεν ξέχασε η Στεφανία, ο Στέλιος και ο Χριστόφορος. Δεν θα ξεχάσω ούτε εγώ, κι ας μην έζησα σ’ αυτόν τον πόλεμο.
Είμαι ο Σταύρος Αράπογλου. Της Σοφίας Αράπογλου. Μόνο αυτό γνωρίζω, τ’ όνομα και το επίθετο της μητέρας μου. Όσο γι’ αυτό του πατέρα μου, πάντα δήλωνα «αγνώστου πατρός». Και αυτό θα συνεχίσω να δηλώνω, ακόμη και τώρα που ξέρω…
Βασίλης Δεμερτζής –
Τέλεια