Φιλία
Μια τόσο απλή και ταυτόχρονα μια τόσο σύνθετη έννοια… Όλοι συζητάμε γι’ αυτήν· από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους μέχρι εμάς, τους σύγχρονους Έλληνες. Γιατί όμως υπάρχουν οι φίλοι στη ζωή μας; Τους χρειαζόμαστε; Τι μας προσφέρουν τελικά; Τους έχουμε πραγματικά ανάγκη ή απλώς περνάμε μαζί τους ευχάριστα την ώρα μας; Τις απαντήσεις δίνουν οι ήρωες του μυθιστορήματός μου που βασίζεται σε αληθινή ιστορία, «Ένας φίλος από τα παλιά».
Ο αληθινός φίλος συμπαραστέκεται στον φίλο του χωρίς να ζητήσει κανένα απολύτως αντάλλαγμα («Δεν μου χρωστάς καμία χάρη. Γι’ αυτό είναι οι φίλοι»). Κατανοεί τη δυσμενή θέση στην οποία βρίσκεται εκείνος και τον βοηθά να απεγκλωβιστεί από εκεί («Γι’ αυτό και θα καταλάβει. Οι φίλοι είναι για να μας καταλαβαίνουν και να μας στηρίζουν στα δύσκολα»). Χαίρεται μόνο και μόνο επειδή θα τον συναντήσει και λαχταρά να βιώσει μαζί του όμορφες και ξεχωριστές στιγμές («Τι ωραία που θα ξαναδώ αύριο τον Γιάννη», σκεφτόταν ο Χρήστος κι ένα κύμα χαράς ένιωθε να τον πλημμυρίζει. «Περνάω πολύ όμορφα μαζί του. Συζητάμε, γελάμε και νιώθω πως με καταλαβαίνει. Νομίζω πως σκεφτόμαστε με τον ίδιο περίπου τρόπο και ίσως αυτό είναι που μας έφερε τόσο κοντά και γίναμε καλοί φίλοι τόσο γρήγορα»).
Προσμένει να ζήσει μαζί του απλά, καθημερινά πράγματα όπως η θέαση ενός ηλιοβασιλέματος («Οι δυο φίλοι έφτασαν στο ψηλότερο σημείο του λόφου και κάθισαν κάτω στο χώμα, για να απολαύσουν με την ησυχία τους το ηλιοβασίλεμα»), η απόλαυση λίγου καλού, σπιτικού κρασιού («Οι δύο φίλοι είχαν χορτάσει φαγητό κι έπιναν τώρα κόκκινο κρασί από τα αμπέλια της οικογένειας του Στέλιου στον Πολύγυρο») ή η απλή συζήτηση, που μπορεί να καταλήξει ακόμη και σε γέλια μέχρι δακρύων («Το ξέφρενο γέλιο των αγοριών καταλάγιασε κάπως και οι δύο φίλοι ήταν πλέον σε θέση να συζητήσουν φυσιολογικά»).
Μεγαλύτερη αξία έχουν μάλλον όλα αυτά όταν τα μοιράζεσαι με αγαπημένα πρόσωπα…
Η ανιδιοτελής φιλία βασίζεται επίσης στην εχεμύθεια. Ο καλός φίλος ποτέ δεν προδίδει τον φίλο του, δεν αποκαλύπτει τα μυστικά του και δίνει σ’ εκείνον τη δυνατότητα να του μιλήσει, να του πει ό,τι τρελό έκανε ή σκέφτεται, χωρίς να φοβάται ότι ο άλλος θα τον κρίνει γι’ αυτό και θα τον απαξιώσει («Τα δύο αγόρια χαιρέτησαν τη Μαρίκα και τα τρία μικρά αδέρφια του Γιάννη και ξεκίνησαν για τη βόλτα τους. Είχαν αποφασίσει να πάνε στο πάρκο των “Έξι Βρύσεων”. Τις περισσότερες άλλωστε φορές που έβγαιναν για περίπατο οι δυο τους, εκεί κατέληγαν. Τους άρεσε να κάθονται κάτω από τον παχύ ίσκιο των δέντρων και να συζητάνε. Τους βόλευε και η φασαρία που έκαναν πάνω στο παιχνίδι τους τα μικρά παιδιά, που τσίριζαν κι έτρεχαν όλη την ώρα εδώ κι εκεί κι έτσι οι δύο φίλοι μπορούσαν να συνομιλούν ελεύθερα, χωρίς την παραμικρή περίπτωση να ακούσει κάποιος αυτά που συζητούσαν»).
Για μένα βέβαια, ένας καλός φίλος πρέπει να είναι πάντα και καλός ακροατής· να προσπαθεί να μπει στη θέση του φίλου του για να τον κατανοήσει και να μην τον κρίνει με βάση τα δικά του δεδομένα αλλά με βάση τις συνιστώσες εκείνου. Και φυσικά, να λέει πάντα την αλήθεια – τη δική του έστω αλήθεια – όπως ο ίδιος την αντιλαμβάνεται στη δεδομένη κάθε φορά περίσταση και με μοναδικό γνώμονα την προσφορά βοήθειας απέναντι στον φίλο του. Αν αυτό σημαίνει πως πρέπει να του πει κι αρνητικά πράγματα για εκείνον, θα τα πει ασυζητητί. Φίλος είναι, όχι κόλακας. Κι ο άλλος θα πρέπει, αν όχι να τα δεχτεί, τουλάχιστον να τα ακούσει, να τα φιλτράρει, να τα σκεφτεί.
Τι άλλο κάνει μια φιλία δυνατή και συνεπώς ανίκητη;
Η ικανότητα νομίζω του να συμπάσχεις με το προσφιλές σου πρόσωπο, να μπαίνεις στη θέση του και να περνάς τις ίδιες αγωνίες μαζί του· να νιώθεις τη θλίψη του σαν να ήταν δική σου και να ανακουφίζεσαι εσύ ο ίδιος όταν εκείνος λυτρώνεται («Ο Γιάννης πλήρως ανακουφισμένος και ήρεμος πια, έβλεπε τον πατέρα του να ξεμακραίνει. Ο Χρήστος μπορεί να μην άκουσε τον μεταξύ τους διάλογο, παρατηρώντας όμως τον καινούριο καλό του φίλο, πρόσεξε τη λάμψη χαράς και αγαλλίασης που φώτισε όλο του το σώμα και το πρόσωπο και κατάλαβε ότι η υπόθεση που τους απασχολούσε και τους άγχωνε είχε αίσιο τέλος. Χαρούμενος κι αυτός με τη σειρά του, που το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο φίλος του λύθηκε αναίμακτα, άφησε ένα πλατύ χαμόγελο να σκάσει στα χείλη του»).
Τέλος, δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι πιο δυνατό από το να αποκτήσεις με κάποιον κοινά βιώματα, πόσο μάλλον δύσκολα και απάνθρωπα, όπως οι ήρωες του βιβλίου μου. Όταν έχεις ζήσει στιγμές ανείπωτης θλίψης, όταν δεν σου μένει να πεις τίποτα άλλο πια και συνομιλείς μόνο με τη σιωπή του άλλου… («Επικράτησε σιωπή. Οι δύο φίλοι δεν είχαν ή δεν ήθελαν τη δεδομένη στιγμή να πουν τίποτα. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος από τις ανάσες τους, που ήταν ακανόνιστες λόγω της θλίψης που δέσποζε μέσα τους και του θρήνου, που με κόπο προσπαθούσαν να μην εξωτερικεύσουν»)… Τότε αυτός ο άλλος δεν είναι φίλος καρδιακός;
Δεν ξέρω για σας, εγώ πάντως είμαι σίγουρη πως είναι!
Το παραπάνω κείμενο υπογράφει η Κατερίνα Κοσμά, συγγραφέας του ιστορικού μυθιστορήματος “Ένας Φίλος από τα παλιά“ που βασίζεται σε αληθινή ιστορία.