απόσπασμα από το βιβλίο “Η Γοτθική Γάτα”
Η γοτθική λογοτεχνία και οι κεντρικές θεματικές της
Η γοτθική λογοτεχνία από το ξεκίνημά της έχει συνδεθεί με τον φόβο του ανθρώπου για το άγνωστο και το ανεξήγητο αλλά και με τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Προκειμένου να μορφοποιήσουν την αντίληψή τους για τη ροπή του ανθρώπου προς το μακάβριο και το απόκοσμο από τη μια και την αέναη πάλη του ενάντια στις σκοτεινές δυνάμεις του σύμπαντος από την άλλη, οι συγγραφείς των πρώιμων γοτθικών έργων στην Αγγλία επέλεξαν μηχανισμούς μυθοπλασίας που αντιστρατεύονταν τη λογική, την τάξη, την κοσμιότητα και τα συμβατικά όρια.
Έτσι, εμβληματικές μυθιστορίες όπως αυτές των Horace Walpole, Anne Radcliffe και Matthew Lewis ξετυλίγονται με φόντο τρομακτικά σκηνικά που παραπέμπουν στη διαβρωτική παρείσφρηση του υπερφυσικού και της ετερότητας στην περιοχή του φυσικού και του λογικού: στοιχειωμένα και ερειπωμένα μεσαιωνικά κάστρα, σκοτεινά υπόγεια, μοναστήρια γεμάτα κρυμμένα μυστικά, ακραία καιρικά φαινόμενα, συνθέτουν μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα φρίκης, μελαγχολίας, αγωνίας και μυστηρίου, όπου έκλυτοι θύτες ασκούν βία, σωματική, λεκτική ή ψυχολογική, στα αθώα θύματά τους. Και ενώ στα γοτθικά μυθιστορήματα του 18ου αιώνα δίνεται έμφαση στην αντικειμενοποίηση και εκδίωξη των απειλητικών μορφών του σκότους και του κακού και στην αποκατάσταση των κατάλληλων ορίων, τον 19ο αιώνα η ασφάλεια και η σταθερότητα των κοινωνικών, πολιτικών και αισθητικών σχηματισμών είναι πολύ πιο αβέβαιες.
Μετά τη Γαλλική Επανάσταση
Στις μεταβαλλόμενες πολιτικές και φιλοσοφικές συνθήκες που ακολούθησαν μετά τη Γαλλική Επανάσταση αμφισβητήθηκαν όλες οι ιεραρχίες και οι διακρίσεις που ρύθμιζαν τους κοινωνικούς και οικονομικούς θεσμούς. Τα γοτθικά κάστρα, οι κακοί χαρακτήρες και τα φαντάσματα παρέμειναν, αλλά συνέχισαν περισσότερο ως σημάδια εσωτερικών καταστάσεων και συγκρούσεων παρά εξωτερικών απειλών. Έτσι, η νέα ανησυχία που αποτυπώνεται στις γοτθικές μορφές απηχεί τη σκοτεινή πλευρά του Ρομαντικού ιδανικού της ατομικότητας, της ευφάνταστης συνείδησης και της δημιουργίας. Το γοτθικό γίνεται μέρος ενός εσωτερικευμένου κόσμου ενοχής, αγωνίας και απελπισίας. Οι εξωτερικές μορφές είναι τώρα σημάδια ψυχολογικής διαταραχής, ολοένα και πιο αβέβαιων ατομικών καταστάσεων που χαρακτηρίζονται από νοσηρή φαντασία, παραισθήσεις και τρέλα.
Η σταδιακή εσωτερίκευση των γοτθικών μορφών αντανακλά ευρύτερες ανησυχίες που, με επίκεντρο το άτομο, αφορούν τη φύση της πραγματικότητας και της κοινωνίας και τη σχέση της με την ατομική ελευθερία και φαντασία. Το υψηλό (sublime) παραχωρεί τη θέση του στο ανοίκειο (uncanny). Ως εμπειρία αποξένωσης του υποκειμένου από τον εαυτό του, που βιώνεται ως μια περίεργη ανάμειξη του οικείου και του αγνώστου, το ανοίκειο είναι αποτέλεσμα της αβεβαιότητας και της ολικής ρήξης με τον ορθολογισμό· της έκρηξης των φαντασιώσεων, των καταπιεσμένων επιθυμιών, των συναισθηματικών και σεξουαλικών συγκρούσεων του ίδιου του ατόμου.
Η γάτα εισάγεται ως σύμβολο στους πολιτισμούς
Ως ανατρεπτική επιστροφή αρχέγονων επιθυμιών και φόβων, το ανοίκειο διαταράσσει τη γνώριμη, οικεία και ασφαλή αίσθηση της πραγματικότητας και της κανονικότητας και συμβολίζει τον ασταθή ψυχισμό των πρωταγωνιστών της ιστορίας. Μέσω της μορφοποίησης του ανοίκειου σε χαρακτήρες-σκιές, alter ego ή σωσίες, η γοτθική λογοτεχνία του ύστερου 19ου αιώνα αποτυπώνει την εμμονή με το «άλλο» που ενυπάρχει στον άνθρωπο, μια εμμονή που θα θεωρητικοποιήσει ο Φρόυντ στις μελέτες του για το ασυνείδητο μερικές δεκαετίες αργότερα. Ωστόσο, η διαταραχή των ψυχικών καταστάσεων δεν σηματοδοτεί μια καθαρά υποκειμενική αποσύνθεση: το ανοίκειο καθιστά όλα τα όρια αβέβαια, και στη γοτθική γραφή του 19ου αιώνα συχνά αφήνει τους/τις αναγνώστες/αναγνώστριες αβέβαιους/αβέβαιες εάν οι αφηγήσεις περιγράφουν ψυχολογική διαταραχή ή ευρύτερες ανατροπές μέσα σε δομές πραγματικότητας και κανονικότητας.
Με βάση τα παραπάνω, η παρουσία της γάτας σε ιστορίες διάσημων συγγραφέων της γοτθικής λογοτεχνίας και όχι μόνο αποκτά ιδιαίτερο νόημα, ειδικά αν αναλογιστούμε τη μακρόχρονη σχέση του αιλουροειδούς με τον άνθρωπο και τη μεταβαλλόμενη πορεία της στον κόσμο του. Από φορείς ελέγχου παρασίτων έως θεϊκά ή ημι-θεϊκά πλάσματα, από ενσαρκώσεις του κακού έως και χαϊδεμένα κατοικίδια, οι γάτες είναι οι στενοί σύντροφοι των ανθρώπων εδώ και αιώνες, εξάπτοντας τη φαντασία των τελευταίων εξαιτίας της διφορούμενης παρουσίας τους σε μύθους, δοξασίες και προκαταλήψεις.
Η γάτα αποτελούσε ιερό σύμβολο για πολλούς λαούς. Στην αρχαία Αίγυπτο θεωρούνταν ιερή. Η θεά Μπαστ (ή Μπαστέτ), που συμβόλιζε τη ζωογόνο ηλιακή ενέργεια, απεικονίστηκε να έχει το κεφάλι μιας γάτας, πιθανώς επειδή στο ζώο αρέσει να λιάζεται. Στον ναό της θεότητας-γάτας πραγματοποιούνταν πολλές επίσημες τελετές προς τιμήν της αλλά και σε κάθε ναό βρισκόταν ένας μεγάλος αριθμός από γάτες που τις τάιζαν και τις φρόντιζαν.
Οι γάτες των σπιτιών θεωρούνταν θεϊκή εύνοια για την οικογένεια που τις είχε. Ο Διόδωρος μας λέει ότι στην Αίγυπτο όποιος σκότωνε μια γάτα, έστω και κατά λάθος, τιμωρούνταν με θάνατο. Η παρουσία της συμβόλιζε την καλοτυχία και την ανεξαρτησία, όπως ακριβώς και στην Κίνα, στην Ιαπωνία και την Περσία. Στην αρχαία Ρώμη η γάτα ήταν σύμβολο της ελευθερίας και η θεά της ελευθερίας παριστανόταν με μια γάτα στα πόδια της.
Η μεσαιωνική περίοδος
Κατά τον Μεσαίωνα όμως οι γάτες θεωρήθηκαν ζώα του σατανά γιατί ήταν νυχτόβιες και όχι ιδιαίτερα υπάκουες. Η γάτα ονομαζόταν και δαίμονας («a familiar», δηλ. ένα υπερφυσικό πνεύμα που συχνά παίρνει μορφή ζώου και που υποτίθεται ότι βοηθάει μια μάγισσα) από τη μεσαιωνική δεισιδαιμονία ότι η αγαπημένη μορφή του σατανά ήταν μια μαύρη γάτα.2 Ως εκ τούτου, πίστευαν ότι οι γάτες είναι μάγισσες ή χρησιμοποιούνται για την ενδυνάμωση των μαγικών δυνάμεων και ικανοτήτων για μάγια.
Η φήμη του αιλουροειδούς επλήγη σοβαρά, ωστόσο, όταν ο Πάπας Γρηγόριος Θ’ εξέδωσε διάταγμα το 1233, καταγγέλλοντας τις γάτες ως κακές και σε συμμαχία με τον σατανά. Έτσι οι γάτες -και ιδιαίτερα οι μαύρες γάτες- δαιμονοποιήθηκαν σε σημείο που εξοντώθηκαν συστηματικά σε όλη την Ευρώπη. Επειδή η γάτα θεωρούνταν σύμβολο του κακού, οι συγγραφείς της εποχής τής απέδωσαν κάθε είδους τρομακτικές δυνάμεις. Τα δόντια της λέγεται ότι ήταν δηλητηριώδη, η σάρκα της δηλητηριώδης, το τρίχωμά της θανατηφόρο (προκαλώντας ασφυξία αν κάποιος κατάπινε μερικές τρίχες κατά λάθος) και η αναπνοή της μολυσματική, καταστρέφοντας τους ανθρώπινους πνεύμονες.
Οι κάτοικοι των ευρωπαϊκών χωρών, πιστεύοντας ότι το αιλουροειδές συμβολίζει το κακό, απέφευγαν όχι μόνο το ζώο αλλά και όποιον φαινόταν υπερβολικά λάτρης της γάτας, όπως οι ηλικιωμένες γυναίκες που φρόντιζαν γάτες, που συχνά τις υποπτεύονταν για μαγεία.
Οι γάτες κατάφεραν να επιζήσουν από αυτές τις φρενήρεις δεισιδαιμονίες και κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού ανυψώθηκαν στο καθεστώς των χαϊδεμένων κατοικιδίων. Τη Βικτωριανή εποχή βρέθηκαν να απολαμβάνουν περισσότερα προνόμια.
Η βασίλισσα Βικτώρια της Μεγάλης Βρετανίας, που πάντα κρατούσε σκύλους ως κατοικίδια, άρχισε να ενδιαφέρεται για τις γάτες μέσα από τις πολλές ιστορίες αρχαιολογικών ευρημάτων στην Αίγυπτο που δημοσιεύονταν τακτικά στον αγγλικό τύπο.
Πολλές από αυτές τις ιστορίες περιελάμβαναν περιγραφές της αιγυπτιακής ευλάβειας για τις γάτες, εικόνες αγαλμάτων της Μπαστ και τη σχέση των αιλουροειδών με τους θεούς και τη μοναρχία. Το ενδιαφέρον της βασίλισσας για τη γάτα την οδήγησε να υιοθετήσει δύο γάτες Περσίας τις οποίες αντιμετώπιζε ως μέλη της αυλής της. Αυτή η ιστορία μεταδόθηκε από τις εφημερίδες της εποχής και, καθώς η βασίλισσα Βικτώρια ήταν μια πολύ δημοφιλής μονάρχης, όλο και περισσότεροι άνθρωποι ενδιαφέρθηκαν να έχουν δικές τους γάτες.
Λατρεύεις τις γάτες; Κι εμείς!
Βρες το βιβλίο που θα λάτρευε και η δική σου γάτα από τις Εκδόσεις Πηγή ΕΔΩ