ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΚΟ blog BEAUTY DAYS WITH A BOOK
Κε Οικονόμου, ευχαριστούμε που δεχτήκατε να μιλήσουμε και να γνωρίσουμε εσάς και το βιβλίο σας καλύτερα. Πείτε μας κάποια πράγματα για τον εαυτό σας, μιλήστε μας για
εσάς.
-Σας ευχαριστώ πολύ για την ιδιαίτερα τιμητική πρόσκληση. Μιλώντας για μένα, αναφέρω ότι σπούδασα Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ (1975) και έκανα μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, στην Πολεοδομία (Maitrise) και στην Οικονομική και Κοινωνική Ιστορία (DEA 1977). Ως μελετητής συμμετείχα στην εκπόνηση σημαντικών μελετών για σχολεία,
βιομηχανικά κτίρια, τουριστικές μονάδες, κατοικίες κλπ. επέδειξα όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις μελέτες αποκατάστασης παραδοσιακών κτιρίων καθώς και εκείνες που αφορούν στη μελέτη, διάσωση, ανάδειξη και αξιοποίηση
της βιομηχανικής μας κληρονομιάς. Εκτός αυτού συμμετέχω όλη μου τη ζωή στα κοινωνικά και πολιτιστικά δρώμενα της Νάουσας όπου διαμένω. Ασχολήθηκα με το μαθητικό και το ερασιτεχνικό θέατρο ως σκηνοθέτης και σκηνογράφος και σήμερα είμαι Πρόεδρος της Πολιτιστικής Εταιρείας Νάουσας «Αναστάσιος Μιχαήλ ο λόγιος» και εκδότης του
τριμηνιαίου πολιτιστικού περιοδικού «Νιάουστα».
Το βιβλίο «Δωρικού ρυθμού…» είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα.
Πείτε μας, είχατε ονειρευτεί από μικρός να γίνεται συγγραφέας? πότε και πως
ξεκινήσατε την συγγραφή.
-Παρότι στην επαγγελματική μου ζωή έχω γράψει χιλιάδες σελίδες δοκιμιακά κείμενα για διάφορα τεχνικά θέματα, εκθέσεις, αναλύσεις, παρουσιάσεις και προτάσεις, ακόμη και επιφυλλίδες επί σειρά ετών στον τοπικό τύπο, δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μου να καθίσω να γράψω ένα έργο μυθοπλασίας που ν’ απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Δεν
κρύβω όμως ότι ήμουν από τα μικράτα μου λάτρης του βιβλίου και της ανάγνωσης, και εκτιμούσα ιδιαίτερα τους συγγραφείς, έλληνες και ξένους, κλασικούς ή σύγχρονους, που είχαν κάτι να πουν στον αναγνώστη. Οπότε, το μυθιστόρημα, ήρθε φυσιολογικά όταν σταμάτησα ουσιαστικά την επαγγελματική μου δραστηριότητα, με τη
συνταξιοδότησή μου στις αρχές του 2014.
Συστήστε μας με λίγα λόγια το βιβλίο σας «ΔΩΡΙΚΟΥ ΡΥΘΜΟΥ». Πότε ξεκινήσατε να το γράφετε και πόσο καιρό σας πήρε για να το τελειώσετε;
Πρόκειται για ένα περιπετειώδες μυθιστόρημα, όπου αρχαιοκάπηλοι και μαφιόζοι και πρόσωπα υπεράνω υποψίας μπλέκονται μαζί με τους πρωταγωνιστές της ιστορίας για να καταλήξουν, μέσα από συνεχείς ανατροπές, στην αποκάλυψη για το μυστικό που έκρυβε στα σπλάχνα του ένας αρχαίος μακεδονικός τάφος. Είναι ταυτόχρονα και μια περιήγηση στην σε πολλούς άγνωστη αρχαία πολιτιστική κληρονομιά της Νάουσας και σε άλλα εμβληματικά μνημεία και περιοχές του ελληνικού χώρου όπως είναι η Αίγινα, η Αττική, η Θεσσαλονίκη και το Άγιο Όρος, καθώς και σε άλλες περιοχές των Βαλκανίων και της Σικελίας. Η συγγραφή του, μαζί με τις διορθώσεις, τις παλινδρομήσεις, τις αναπροσαρμογές και την επιμέλεια του κειμένου και φυσικά όλη την έρευνα που απαιτήθηκε, κράτησε, με διαλείμματα, τέσσερα περίπου χρόνια.
Πείτε μας πως σας ήρθε η έμπνευση για αυτή την ιστορία, η οποία περιέχει πολλά ιστορικά στοιχεία αλλά και στοιχεία μυθοπλασίας?
-Με απασχολούσε πάντα το θέμα γιατί οι Έλληνες, τόσο περήφανοι γενικά για την πολιτιστική τους κληρονομιά δεν έδειχναν κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα μνημεία της. Δεν το κρύβω μάλιστα, ότι ζήλεψα όταν διάβασα στον τύποότι εκτοξεύτηκε στα ύψη η επισκεψιμότητα μνημείων της Ρώμης που αναφέρονταν στον γνωστό «Κώδικα Ντα Βίντσι»
αμέσως μετά την κυκλοφορία του βιβλίου. Η πρόθεσή μου ήταν να προσεγγίσω με έναν διαφορετικό τρόπο μερικά εμβληματικά αρχιτεκτονήματα και ιδιαίτερα κάποια από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μνημεία της πατρίδας μας.
Δημιούργησα λοιπόν μια μυθοπλασία που διαδραματίζεται σε αυτούς τους σημαντικότατους αρχιτεκτονικούς χώρους, με την ελπίδα να κινήσω το ενδιαφέρον των αναγνωστών.
Μια ιστορία με δράση, έρωτες, αναδρομή στην αρχαιότητα και μέχρι τις μέρες μας με πολλά ιστορικά στοιχεία. Αλήθεια πείτε μας πως καταφέρατε να συλλέξετε τόσες πληροφορίες, ποιος σας βοήθησε και πόσο δύσκολο ήταν αυτό.
-Οι βασικές πληροφορίες που περιέχονται στο βιβλίο ανάγονται πρώτα απ’ όλα στις σπουδές μου στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ και στην όλη προσπάθεια των καθηγητών μας να μας κάνουν κοινωνούς όχι μόνον των αθάνατων δημιουργιών των προγόνων μας, αλλά και της αισθητικής και του μέτρου που αυτά τα αρχιτεκτονήματα περιέχουν σε
σχέση με τον άνθρωπο, ώστε να μπορέσουμε, ανάλογα με τις δυνατότητές του ο καθένας, να εκφράσουμε αυτές τις αρχές και στα δικά μας σύγχρονα έργα. Στη συνέχεια η προσωπική επαφή που είχα με τα περισσότερα από τα μνημεία και τους τόπους που αναφέρονται στο βιβλίο και φυσικά η αρκετά εκτεταμένη βιβλιογραφική έρευνα που απαιτήθηκε
για το καθένα απ’ αυτά.
Τι ιδιαίτερο θα διαβάσουμε σ’ αυτό το βιβλίο? Αν ήσασταν ένας απλός αναγνώστης του, ποια θα θεωρούσατε ότι είναι τα δυνατά του στοιχεία?
-Είναι ένα βιβλίο που πράγματι έχει το ενδιαφέρον ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Ένα βιβλίο μυστηρίου και αρχαιοκαπηλίας. Αλλά όπως λένε οι φίλοι μου δεν είναι μόνον αυτό. Ο αναγνώστης, μέσα από την αγωνιώδη πολλές φορές πλοκή, μπορεί να παρακολουθήσει τις ζωές των χαρακτήρων του στο σήμερα, τις επαγγελματικές τους επιδιώξεις, την ερωτική τους ζωή, τα ηθικά τους διλήμματα, τις αξίες τους. Μπορεί συγχρόνως να πάρει ανάσες, να κάνει ένα διάλειμμα, μια παράκαμψη κάθε τόσο, από την αστυνομική πλοκή της ιστορίας και τους χαρακτήρες, και να σταθεί αναλογιζόμενος την αισθητική του μέτρου που συμβολίζει ο Δωρικός Ρυθμός στο τελειότερο σημείο της εξέλιξής του, την σχέση των Κριτών του Άδη, Ραδάμανθυ και Αιακού με την Μινωική Κρήτη, τον ναό της Αφαίας και τον Τάφο της Κρίσεως στην αρχαία Μίεζα, ή να αναλογιστεί και να ψάξει ακόμα, πώς συνυπήρξε η παγανιστική θρησκεία με τον χριστιανισμό στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους, πώς διασώθηκαν τα αρχαία κείμενα, τι ρόλο έπαιξε το Άγιο Όρος και πεφωτισμένοι μοναχοί, πώς ακόμα και σήμερα στα έθιμά μας συναντούμε κατάλοιπα της αρχαϊκής εποχής και πώς έγινε να αποτελέσει η λεκάνη της Μεσογείου από τους αρχαϊκούς ως και τους ελληνιστικούς χρόνους κοινή κοιτίδα πολιτισμού για όλους τους λαούς της…
Το βιβλίο έχει όλα τα στοιχεία που συνιστούν ένα μυθιστόρημα. Και επιπλέον είναι ένα μυθιστόρημα που από την πρώτη σελίδα κρατά τον αναγνώστη από το μανίκι, καθώς στην πρώτη σελίδα υπάρχει η καταλυτική αναφορά της εξαφάνισης του καθηγητή Ορέστη Αγγέλου. Ποιός είναι ο καθηγητής, πότε εξαφανίστηκε, γιατί, ποιος, που, πως. Η
πρόκληση αυτή αναγκάζει τον αναγνώστη να πιάσει το κουβάρι από την άκρη του και να το ξετυλίξει ανυπόμονα, καθώς ο συγγραφέας, συνεπής στα τεχνάσματα της μυθιστορίας, αργοπορεί πολλές φορές και εντείνει την ανυπομονησία του αναγνώστη για την έξοδο».
Πως αποφασίσατε τον τίτλο του βιβλίου, υπήρξε κάποιος άλλος που απορρίφθηκε?
-Ο τίτλος προήλθε εντελώς φυσικά, γιατί εξ’ αρχής ο σχεδιασμός της όλης συγγραφικής δουλειάς ήταν να χρησιμοποιήσει ως βάθος πεδίου τα σπουδαιότερα μνημεία αυτού του αρχιτεκτονικού ρυθμού, ο οποίος πιστεύω εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο το «Μέτρον άριστον» των αρχαίων μας προγόνων. Ασφαλώς υπήρξαν κι άλλοι τίτλοι, που όμως απορρίφτηκαν μετά από πρόχειρες «δημοσκοπήσεις» μεταξύ φίλων που διάβασαν τα πρώτα χειρόγραφα!
Κάθε μέρα βλέπουμε να εκδίδονται καινούργια βιβλία και συνεχώς μας συστήνονται καινούργιοι συγγραφείς. Ποιο νομίζετε ότι είναι το πακέτο που πρέπει να διαθέτει ένας συγγραφέας για να μας αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις?
-Ένα μυθιστόρημα καθορίζεται από την επινόηση μιας φανταστικής ιστορίας, από τους χαρακτήρες και πώς εμπλέκεται η ζωή τους στην ιστορία, την πρόκληση που δένει την ιστορία και καθορίζει την εξέλιξή της, και από εκεί και πέρα τα σημεία καμπής και κορύφωσης και τέλος τη λύση, ως και τα παρεπόμενα ίσως των ηρώων. Αλλά για να φτάσει κανείς εκεί πρέπει να έχει ο ίδιος ιστορίες μέσα του και μια ακαταμάχητη επιθυμία να τις μοιραστεί. Από εκεί και πέρα και πέρα από την επινόηση, η εργαλειοθήκη του συγγραφέα (γλώσσα, δομή, ύφος κλπ) είναι ζητούμενα και απαιτούν κόπο και αφοσίωση.
Τι σκέφτεστε όταν σας ασκούν αρνητική κριτική για το βιβλίο σας (μπορεί να
μην συμβαίνει αυτό, η ερώτηση είναι υποθετική) και πως αντιδράτε?
-Οποιαδήποτε κριτική και κάθε παρατήρηση είναι καλοδεχούμενη. Όλο αυτό δοκιμάστηκε αφού είχε ολοκληρωθεί η πρώτη γραφή του μυθιστορήματος και ζητήθηκαν οι απόψεις αυτών που το είχαν διαβάσει, με την παράκληση από μέρους μου να είναι όσο πιο αυστηρές γίνεται. Στη συνέχεια, με βάση όλες αυτές τις παρατηρήσεις που συγκεντρώθηκαν, ουσιαστικά ξαναγράφτηκε το έργο σχεδόν από την αρχή και απέκτησε έτσι την τελική του μορφή, όπως τυπώθηκε. Η διαδικασία αυτή θεωρώ ότι είναι άκρως απαραίτητη για να προκύψει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Το βιβλίο σας έχει δράση, πλοκή, έρωτα, μυστήριο, γνωστά και άγνωστα μέρη είναι μια ιστορία που θα μπορούσε εύκολα να μεταφερθεί στην μικρή και την μεγάλη οθόνη. Πως θα σας φαινόταν αν σας κάναν μια τέτοια πρόταση?
-Είναι αλήθεια ότι πολλοί από όσους διάβασαν μέχρι τώρα το βιβλίο μου ανέφεραν αυτό το ενδεχόμενο και ότι θα ήθελαν πολύ να δουν το μυθιστόρημα να γίνεται ταινία στον κινηματογράφο, μιας και διαθέτει όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα καλό σενάριο. Απομένει λοιπόν να βρεθεί ο παραγωγός που θα ενδιαφερθεί, από
μένα δεν υπάρχει καμιά αντίρρηση. Έχετε κανέναν στο μυαλό σας?
Μιλήστε μας για τα μελλοντικά σας σχέδια, τι καινούργιο ετοιμάζετε.
-Βρίσκεται στην τελική επεξεργασία πριν την εκτύπωση ένα Λεύκωμα που επιμελήθηκα με θέμα «Νάουσα, πολεοδομικοί και αρχιτεκτονικοί μετασχηματισμοί, 19ος-20ος αι.» το οποίο αναμένεται να κυκλοφορήσει μετά το Πάσχα.
Η δουλειά μου ως υπεύθυνου για την προετοιμασία και την έκδοση του τριμηνιαίου περιοδικού «Νιάουστα», που εκδίδει ανελλιπώς εδώ και σαράντα τόσα χρόνια η Πολιτιστική Εταιρεία Νάουσας «Αναστάσιος Μιχαήλ λόγιος» είναι συνεχής ολόκληρη τη χρονιά.
Παράλληλα προχωρώ στην συγγραφή ενός ακόμα μυθιστορήματος το οποίο όμως έχει αρκετό …μέλλον μπροστά του.
Γιατί πιστεύετε πως πρέπει να διαβάζουμε βιβλία?
-Επειδή τα βιβλία είναι ό,τι τα φύλλα στα δένδρα ή τα λουλούδια σε ένα λιβάδι…
Για μένα η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι πραγματική λύτρωση από την καθημερινότητα και κλειδί να ξεφεύγω από τον ολοήμερο βομβαρδισμό πάσης φύσεως ανοησιών και κακογουστιάς που μας επιφυλάσσουν οι τηλεοπτικές επιχειρήσεις.
Η λογοτεχνία μας δίνει τη δυνατότητα να ταξιδέψουμε σε μέρη και να έρθουμε σ’ επαφή με ιδέες που προτείνει και αναπτύσσει ο συγγραφέας, τις οποίες όμως μπορούμε να επεξεργαστούμε μόνοι μας στο μυαλό μας, χωρίς την καταλυτική παρέμβαση της εικόνας, που αποκλειστικά μας περιορίζει, για παράδειγμα, ο κινηματογράφος. Θεωρώ ότι
ακόμα και η ανάγνωση ενός κακού βιβλίου είναι πιο χρήσιμη από κάποιες ώρες αποχαύνωσης μπροστά στις οθόνες μας, γιατί μας δίνει την ευκαιρία να αναπτύξουμε την κριτική μας σκέψη ακόμα κι αν το απορρίψουμε τελικά.
Δείτε το βιβλίο ΔΩΡΙΚΟΥ ΡΥΘΜΟΥ