Σε γέννησα. Σ’ ανάστησα από το τίποτε, απ’ το μηδέν, από άσπρες κόλες χαρτί, κενές σελίδες.
Πώς πήρα την απόφαση; Πώς έκανα τέτοια αποκοτιά, να γράψω ένα βιβλίο, να σε γεννήσω; Χρόνια πολλά σε κουβαλούσα μέσα μου. Μια κύηση που κράτησε πολύ. Θεοί και δαίμονες την περιστοίχιζαν, κάποτε όμως με έπιασαν του τοκετού οι οδύνες.
Στις πρώτες σου λεξούλες ήσουν ακόμη όταν με ρώτησες.
«Τι θα γίνω σαν μεγαλώσω;»
«Αριστούργημα», σου αποκρίθηκα. Η πολλή αγάπη βλέπεις γεννάει υπερβολή.
Σε φρόντισα, σε κανάκεψα, σ’ ανάθρεψα. Νύχτες ατέλειωτες πέρασα άγρυπνος στο προσκεφάλι σου, να πλάθω με το νου μου παραμύθια και ιστορίες για να σου πω.
Κλάψαμε μαζί για τον άδικο χαμό δικών μας ανθρώπων. Πρόσεχε και τώρα, μπορεί κάποιο δάκρυ να λερώσει μια σου σελίδα.
Γελάσαμε, χορέψαμε, γλεντήσαμε, μεθύσαμε. Μεθύσαμε με το κρασί, μεθύσαμε με τη ζωή. Πήγαμε σε χαρές, σε γάμους και σε πανηγύρια. Μαζί ακούσαμε τη μουσική του κόσμου όλου. Μουσική παιγμένη από βιολιτζήδες στα πανηγύρια, από γύφτικους ζουρνάδες και νταβούλια, από μεγάλες ορχήστρες, από μπάντες σε πάρκα και σε πλατείες.
Μεγάλωνες κι’ άρχισες να αποζητάς, φίλους, παρέες και συντροφιές. Στα πρώτα χρόνια, στα πρώτα σου φύλλα πόσα και πόσα παιχνίδια δεν σου έμαθα. Και πόσα παιχνίδια δεν έπαιξες με τα παιδιά της γειτονιάς. Μπλήκο, τσιλίκια, κουτσό, μακριά γαϊδάρα και τζιζ. Έτρεχες να κρυφτείς και κάποιος σε έψαχνε. Κρυβόταν τα άλλα παιδιά και τα έψαχνες εσύ. Θυμάσαι;
Στις συναναστροφές σου ήμουν πολύ προσεκτικός. Κανένας δεν μπήκε στις σελίδες σου αν δεν περνούσε από ψιλό κόσκινο. Αν δεν τον βίωνα, αν δεν έμπαινα στην ψυχή του, στο πετσί του, αν δεν μάθαινα τα χούγια του. Καλός ή κακός; Σου άξιζε ή όχι. Θα έμπαινε στη ζωή σου για να σε ομορφύνει ή θα σε ασχήμιζε;
Θαρρώ πως τα κατάφερα καλά.
Μεγάλωσες.
«Αντε να βγεις στον κόσμο», σου είπα. Να γνωρίσεις και να σε γνωρίσουν οι άνθρωποι.
Με σπαραγμό ψυχής θυμάμαι το κλάμα σου, όταν στο εξώφυλλό σου βρήκες γραμμένες εκείνες τις κόκκινες λέξεις: «Απορρίπτεται. Δεν εμπίπτει στα εκδοτικά μας ενδιαφέροντα». Και τι ήσουν ακόμη; Ένα δοκίμιο ήσουν. Μικρό παιδί στα πρώτα του βήματα. Σε παρηγόρησα:
«Μη κλαις. Δεν τελειώνει εδώ η ζωή. Θα κάνουμε αγώνα και θα δικαιωθούμε».
Δεν ξέρω αν τα πίστευα το λόγια της παρηγοριάς, αλλά υποχρέωσή μου ήταν να σε παρηγορήσω. Παιδί μου είσαι και είμαι ο πατέρας σου.
Και είδες; Τα καταφέραμε.
Τώρα εκεί που είσαι θρονιασμένο, στα ράφια των βιβλιοπωλείων, αν δεις κανέναν περαστικό να σε κοιτάζει με βλέμμα αμφίβολο, κλείνε του το μάτι. Μπορεί να καταλάβει ότι είσαι κάτι το ζωντανό, ψυχή απ’ την ψυχή μου και… που ξέρεις; Μπορεί και να σε αγοράσει.
Δείτε το βιβλίο του Χρήστου Αμβαζά εδώ