Άρθρα - απόψεις

Αστυνομικό μυθιστόρημα και λογοτεχνία τρόμου: Ένα ιδιαίτερο πάντρεμα

Οι άνθρωποι, από τους ιστορικούς χρόνους, ανέκαθεν αρέσκονταν στα βάρβαρα θεάματα και, έχοντας έμφυτη αυτή την φυσική τάση προς τη φρίκη, έσπευδαν πάντα να παρακολουθήσουν οτιδήποτε περιείχε βία και αίμα.

Αστυνομικό μυθιστόρημα και λογοτεχνία τρόμου: Ένα ιδιαίτερο πάντρεμα

Αναμφισβήτητα το αστυνομικό μυθιστόρημα και η εν γένει καθαρόαιμη αστυνομική λογοτεχνία κατέχει τα σκήπτρα μεταξύ των προτιμήσεων των αναγνωστών βιβλίων ανά τον κόσμο. Ομοίως και η λογοτεχνία του παραφυσικού και του υπερκόσμιου τρόμου έχει τους δικούς της φανατικούς οπαδούς.

Δεν θα επιχειρήσω να αναφερθώ στην ιστορία της αστυνομικής λογοτεχνίας και στους πολυπληθείς συγγραφείς-εκφραστές της σε παγκόσμια αλλά και διαχρονική κλίμακα. Ούτε φυσικά θα προσπαθήσω να κάνω παρόμοια ανάλυση για το έτερο είδος, αυτό της μυθοπλασίας του παραφυσικού και υπερκόσμιου τρόμου. Άλλωστε, η βιβλιογραφία και το διαδίκτυο βρίθουν από την ύπαρξη άρθρων και προσεγγίσεων με τέτοιες θεματικές.

Ως μανιώδης αναγνώστης, από την εφηβική μου ηλικία, των δυο παραπάνω λογοτεχνικών ειδών (συμπεριλαμβανομένων φυσικά των αναγνωσμάτων επιστημονικής φαντασίας) και νυν συγγραφέας του μυθιστορήματος με τίτλο Σκοτεινή χίμαιρα, αποπειρώμαι να προσεγγίσω κάτι που λίγοι συγγραφείς στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό επιχειρούν στα μυθιστορήματά τους. Τον συγκερασμό ή πάντρεμα στην ίδια μυθοπλασία των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του αστυνομικού μυθιστορήματος με εκείνα που συμπεριλαμβάνονται στη λογοτεχνία του παραφυσικού και του υπερκόσμιου τρόμου.

Γιατί ο αναγνώστης ελκύεται διαχρονικά από την καθαρόαιμη αστυνομική λογοτεχνία;

Μέσα στον ιδιαίτερο ψυχισμό κάθε ανθρώπου υπάρχει η τάση της περιπέτειας, της έρευνας και της αναζήτησης. Το αστυνομικό μυθιστόρημα ικανοποιεί και τα τρία, εκφεύγοντας από τη χαλάρωση, τον αισθησιασμό και τη ρομαντικότητα που προσφέρουν άλλου είδους λογοτεχνικά δημιουργήματα.

Ο αναγνώστης που πιάνει στα χέρια του ένα αστυνομικό μυθιστόρημα θέλει, αφ’ ενός, να ταυτιστεί με τον ήρωα –συνήθως αστυνομικό, ντετέκτιβ ή ιδιωτικό ερευνητή– να νιώσει τους φόβους, την αγωνία και το πάθος του να φτάσει στη λυτρωτική εξιχνίαση των εγκλημάτων και τη δίκαιη τιμωρία των αυτουργών, αφ’ ετέρου, να διερευνήσει τον ταραγμένο και πολλάκις ανώμαλο ψυχισμό του δολοφόνου και τα βαθύτερα αίτια και κίνητρα που τον οδηγούν στην τέλεση των εγκλημάτων.

Παράλληλα, δε, επιθυμεί να εντρυφήσει στην πλευρά της ανθρώπινης κοινωνίας που έχει να κάνει με το έγκλημα, καθώς και στην αιτιολόγηση ώθησης προς την παραβατικότητα και στην απομάκρυνση του ατόμου από τους κανόνες που ρυθμίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, ως προς τον σεβασμό της ζωής, της ιδιοκτησίας κι άλλων προστατευόμενων αγαθών.

Τα χαρακτηριστικά του αστυνομικού μυθιστορήματος που κεντρίζουν τον αναγνώστη είναι το μυστήριο, η αγωνία, οι φαινομενικά άλυτοι γρίφοι οι οποίοι στέκονται σαν αδιαπέραστη ασπίδα μπροστά στην εξιχνίαση του εγκλήματος, αλλά και η προσωπικότητα του πρωταγωνιστή αστυνομικού, ντετέκτιβ ή ιδιωτικού ερευνητή (ήρωα), που προσπαθεί να συγκεντρώσει, αξιολογήσει, αξιοποιήσει κι εκμεταλλευτεί τα προκύπτοντα στοιχεία και πληροφορίες, ώστε να συνθέσει το παζλ της αληθινής εικόνας της εγκληματικής πράξης, ταλανιζόμενος πολλές φορές από ηθικά διλήμματα και βασανιζόμενος από τους προσωπικούς του δαίμονες.

Μπορεί η λύση της υπόθεσης αρχικά να διαφαίνεται ως αδύνατη ή ακόμα οι πράξεις να καταλογίζονται σε κάποιο άσχετο ή αθώο άτομο, συνεπεία σκευωρίας ή παιχνιδιού της τύχης. Στην πορεία, όμως, ο πρωταγωνιστής (ήρωας), με τις ικανότητες και τις γνώσεις του, την αναλυτική λογική του, τη διαίσθηση και το ένστικτό του, ενίοτε και με τη συμβολή ειδικών ή της τεχνολογίας, καταφέρνει να φτάσει στην λυτρωτική αποκάλυψη επιτυγχάνοντας τη λεγόμενη αριστοτελική κάθαρση με τη σύλληψη ή ακόμα και με τον θάνατο του πραγματικού αυτουργού (αντιήρωα).

Φυσικά αυτό που συναρπάζει τον αναγνώστη, όχι μόνο στο αστυνομικό μυθιστόρημα αλλά και σε κάθε είδους μυθοπλασία, είναι η ανατρεπτικότητα σε διάφορα σημεία της πλοκής όσο και το τελικό plot twist.

Γιατί ο αναγνώστης ελκύεται διαχρονικά από τη λογοτεχνία του παραφυσικού και του υπερκόσμιου τρόμου;

Οι εικόνες τρόμου, όσο απωθητικές και να είναι, πάντα ερεθίζουν τη φαντασία των θεατών. Οι άνθρωποι, από τους ιστορικούς χρόνους, ανέκαθεν αρέσκονταν στα βάρβαρα θεάματα και, έχοντας έμφυτη αυτή την φυσική τάση προς τη φρίκη, έσπευδαν πάντα να παρακολουθήσουν οτιδήποτε περιείχε βία και αίμα. Η ανθρώπινη ψυχοσύνθεση είναι πολύπλοκη και αντιφατική. Ίσως η θέαση του θανάτου ενός άλλου ανθρώπου δίνει στον θεατή την αίσθηση και την ικανοποίηση συνάμα ότι ο ίδιος είναι τελικά τυχερός που ζει, αναπνέει και ξεφεύγει απ’ τη μακάβρια αγκαλιά του Χάρου.

Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο που βρίσκεται βαθιά θαμμένο μέσα μας, χωρίς, πολλές φορές, να θέλουμε να το παραδεχτούμε. Είναι η τρομολαγνεία. Θέλουμε να φοβηθούμε, αισθανόμαστε ηδονή στην αίσθηση του τρόμου που έρπει προς το μέρος μας, μας συναρπάζει η φρίκη, αρκεί βέβαια όλα αυτά να πηγάζουν από τις σελίδες ενός βιβλίου ή την οθόνη μιας τηλεόρασης, ενώ εμείς βρισκόμαστε στον ασφαλή κλωβό του σπιτιού μας και γνωρίζουμε ότι όλα αυτά είναι φανταστικά και δεν θα μας αγγίξουν πραγματικά.

Ο ίδιος ο φόβος οφείλεται στην άγνοια του ανθρώπου, από καταβολής κόσμου, και στην αδυναμία του να εξηγήσει κάποια φαινόμενα με τη λογική. Έτσι, αναγκαζόταν να εφεύρει μύθους και δοξασίες για την ερμηνεία τους. Αυτό είχε κι έχει ως αποτέλεσμα να συνυπάρχει στα γονίδια του σύγχρονου ανθρώπου η αίσθηση του δέους μπροστά στο παράλογο και το μεταφυσικό, καθώς και η μη εξηγήσιμη έλξη προς τρομακτικές ιστορίες πέρα από τα όρια της λογικής σκέψης, οι οποίες φέρνουν στο πεδίο του συνειδητού το αρχέγονο συναίσθημα του φόβου προς το άγνωστο. Το νόημα αυτό εκφράζεται κι από τη φράση του αρχιερέα του υπερφυσικού τρόμου Howard Phillips Lovecraft: «Το αρχαιότερο και βαθύτερο συναίσθημα του ανθρώπου είναι αυτό του φόβου και ο αρχαιότερος και βαθύτερος φόβος είναι αυτός του αγνώστου».

Είναι γεγονός ότι από τη στιγμή της γέννησής μας ακόμα, κοινωνικοποιούμαστε μέσα στην οικογένεια, στο σχολείο και στη συνομήλικη παρέα. Μαθαίνουμε από τα βιβλία, την τηλεόραση και το διαδίκτυο να θεωρούμε τον κόσμο που μας περιβάλλει ως ένα μέρος του σύμπαντος που υπακούει στους, μέχρι τη στιγμή εκείνη, γνωστούς παγκόσμιους νόμους των θετικών επιστημών. Κάποια πράγματα που έμοιαζαν ουτοπικά τις προηγούμενες δεκαετίες κι υπήρχαν μόνο στα συγγράμματα επιστημονικής φαντασίας, σήμερα είναι ορατή πραγματικότητα που τη ζούμε, την αποδεχόμαστε και μας εξυπηρετεί. Γιατί η πρόοδος της επιστήμης γέννησε νέους κανόνες, μέσα στους οποίους υπεισήχθησαν και οι καινοφανείς αυτές τεχνολογικές δυνατότητες.

Έρχονται κάποιες στιγμές, όμως, που αντιμετωπίζουμε είτε υπερφυσικά φαινόμενα –αυτά δηλαδή που είναι αντίθετα στους γνωστούς νόμους της φυσικής– είτε παραφυσικά γεγονότα – δηλαδή εκείνα που δεν μπορούν να εξηγηθούν με καμία γνωστή μέθοδο. Όλα τα παραπάνω, καταλήγουν να μας προκαλούν έναν υπερκόσμιο φόβο, καθώς αγγίζουν διαστάσεις που εκτείνονται πέραν της ανθρώπινης αντίληψης. Ζούμε, συνεπώς, σε έναν ορίζοντα συμβάντων, κατανοώντας αυτό που μας περιβάλλει, αισθανόμενοι όμως έναν ανομολόγητο κοσμικό τρόμο, καθώς ατενίζουμε την αδηφάγο μαύρη τρύπα γύρω από την οποία περιστρεφόμαστε και στα βάθη της οποίας ζει το ποαράδοξο και το ανεξήγητο.

Όσο τα ανεξήγητα μένουν… χωρίς εξήγηση

Τα παραφυσικά φαινόμενα και οι εκπορεύσεις αυτών δεν μπορούν να εξηγηθούν με τα μέσα που διαθέτει η σύγχρονη επιστήμη, αντίκεινται στους νόμους του σύμπαντος και της φυσικής κι αγγίζουν τα όρια του ανεξήγητου και του υπερφυσικού. Μπορεί στο μακρινό μέλλον τα φαινόμενα αυτά να γίνουν κατανοητά, μπορεί κι όχι. Μέχρι τότε ο άνθρωπος θα τα κοιτά με δέος, απορία και φόβο, ονοματίζοντάς τα θαύματα, δαιμονισμούς ή εκδηλώσεις υπερκόσμιων οντοτήτων.

Δανείζομαι στο σημείο αυτό –για ακόμα μία φορά– μια γνωστή ρήση του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα υπερφυσικού τρόμου, του Howard Phillips Lovecraft:

«Νομίζω πως το πιο ωραίο πράγμα σ’ αυτόν τον κόσμο είναι η ανικανότητα του ανθρώπινου μυαλού να συνδυάσει σωστά όλα τα περιεχόμενά του. Ζούμε πάνω σε ένα νησί ψυχρής άγνοιας, στη μέση ενός ωκεανού αοριστίας και δεν είμαστε πλασμένοι για πολύ μακρινά ταξίδια. Οι επιστήμες, καθεμιά τραβώντας προς τη δική της ξεχωριστή κατεύθυνση, κατάφεραν για τον λόγο αυτόν να μας βλάψουν ελάχιστα. Μια μέρα, όμως, το σωστό συνταίριασμα των διαφόρων ψηγμάτων της ασύνδετης γνώσης, θα ανοίξει τόσο πλατιές λεωφόρους μιας τρομερής πραγματικότητας και θα καταδείξει τόσο τραγικά την απελπιστική μας θέση, ώστε είτε θα παρανοήσουμε από τη βία αυτής της αποκάλυψης είτε θα δραπετεύσουμε μακριά από τη θανάσιμη αυτή φώτιση, οπισθοχωρώντας στην ειρήνη και την ασφάλεια ενός καινούργιου μεσαίωνα».

Για τους προμνημονευόμενους λόγους, φρονώ ότι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που συνδυάζει τον τρόμο με υπερκόσμιο μυστήριο, παραφυσικά γεγονότα, πραγματικότητα με φαντασία, ορθολογικό και παράλογο, αρχαίους μύθους, φοβικά φαινόμενα, στοιχειώματα, εκδήλωση κρυμμένων υπερφυσικών ψυχικών δυνάμεων καθώς κι ενδείξεις εξωαισθητηριακής αντίληψης (όχι απαραίτητα όλα μαζί), πάντοτε θα κεντρίζει και θα προσελκύει τους φαν του είδους.

Σύμφωνα άλλωστε και με την ρήση του Stephen King: «Επινοούμε φανταστικούς τρόμους, για να μας βοηθήσουν να ξεπεράσουμε τους πραγματικούς».

Σκοτεινή χίμαιρα, υπερφυσικός τρόμος και αστυνομικό μυστήριο που κόβουν την ανάσα

Όπως στην αρχή του άρθρου, στο αστυνομικό μου μυθιστόρημα με τίτλο Σκοτεινή χίμαιρα, το οποίο ήδη κυκλοφορεί από τον Μάιο του 2024 από τις Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή, αποπειρώμαι κάτι το οποίο, κατά την ταπεινή, προσωπική μου άποψη, λίγοι συγγραφείς στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό επιχειρούν στα μυθιστορήματά τους (πάντα σύμφωνα με ό,τι έχω αναγνώσει μέχρι σήμερα). Τον πάντρεμα, στην ίδια μυθοπλασία, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του αστυνομικού μυθιστορήματος με εκείνα που συμπεριλαμβάνονται στη λογοτεχνία του παραφυσικού και του υπερκόσμιου τρόμου.

Η Σκοτεινή χίμαιρα δεν είναι ένα συνηθισμένο αστυνομικό μυθιστόρημα που με ευκολία μπορούμε να κατατάξουμε αμιγώς είτε στην αστυνομική λογοτεχνία είτε σ’ αυτή του τρόμου ή φαντασίας. Αποτελεί ένα ιδιαίτερο μίγμα όλων αυτών.

Η χιλιοειπωμένη ιστορία του αφοσιωμένου στο καθήκον ήρωα αστυνομικού που προσπαθεί μέσα σε άπειρες δυσκολίες κι εμπόδια να εξιχνιάσει τα ειδεχθή εγκλήματα ενός εμμονικού, παρανοϊκού κατά συρροή δολοφόνου (αντιήρωα), μπορεί αρχικά να προϊδεάζει τον αναγνώστη για μια ιστορία αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά από κάποιο σημείο και μετά, ξεκινούν να εμφανίζονται αναφορές και φαινόμενα τα οποία εντάσσονται είτε στη σφαίρα του παραφυσικού είτε ακόμα και του υπερφυσικού και τα οποία εμπλέκονται, με έναν ανεξήγητο στην αρχή τρόπο, με αιματοβαμμένα περιστατικά εγκλημάτων που διαπράττονται με ένα συγκεκριμένο αλλά χωρίς καμία λογική μοτίβο.

Έγραψα αυτό το αστυνομικό μυθιστόρημα εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά μου ως μάχιμος αξιωματικός πεδίου της Ελληνικής Αστυνομίας (απόστρατος πλέον), υπηρετώντας για ένα μεγάλο μέρος της καριέρας μου σε μάχιμες κεντρικές υπηρεσίες της Διεύθυνσης Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, ασχολούμενος με εξιχνίαση εγκλημάτων κατά της Ζωής και Ιδιοκτησίας, Ναρκωτικών και Οργανωμένου Εγκλήματος. Η εμπειρία μου αυτή, όπως είναι φυσικό, με βοήθησε να περιγράψω τη γνήσια και χωρίς υπερβολές κι ακρότητες αστυνομική πρακτική για την εξιχνίαση εγκλημάτων, με όλους τους κανόνες και τα υπηρεσιακά πρωτόκολλα, εκφράζοντας την πλήρη αυθεντικότητα πάνω στην αστυνομική έρευνα.

Παράλληλα κι αλληλένδετα, ως μελετητής των παραδοχών της παραψυχολογίας, προσεγγίζω φαινόμενα τα οποία εντάσσονται στη σφαίρα του παραφυσικού κι επιχειρώ να οδηγήσω τον αναγνώστη να εντρυφήσει σε μη γνωστές στο ευρύ κοινό σκοτεινές πλευρές του ανεξήγητου, όπως την εξω-αισθητηριακή αντίληψη, τη μαντική τέχνη των καρτών Ταρώ, την παρελθοντική αναδρομή μέσω της υπνωτικής έκστασης, την προμνησία (γνωστή ως déjà vu), τα στοιχειώματα, τα φοβικά φαινόμενα και τον υπερφυσικό τρόμο.

Ενώ ο αναγνώστης αρχικά θα αντιληφθεί ότι το βιβλίο φαίνεται να ξεκινάει από ένα κοινό και καθημερινό συμβάν, το οποίο προσιδιάζει σε ένα συνηθισμένο αστυνομικό μυθιστόρημα, γίνεται, στη συνέχεια, κοινωνός ανεξήγητων κι απρόσμενων φαινομένων που φυτεύουν μέσα του τον σπόρο της αμφιβολίας σχετικά με την ύπαρξη ή μη δυνάμεων πέρα της ανθρώπινης αντίληψης. Την αγωνία του εντείνουν οι συνεχείς ανατροπές, η απόλυτη καθήλωση κι ένα απρόσμενο τελικό plot twist.

Ο τίτλος του βιβλίου Σκοτεινή χίμαιρα, πάντα σε συνδυασμό με το κείμενο του οπισθόφυλλου, θα προϊδεάσει τον υποψήφιο αναγνώστη με αρκετή σαφήνεια για τον πραγματικό χαρακτήρα του βιβλίου και το πάντρεμα της αστυνομικής μυθοπλασίας με τη λογοτεχνία του παραφυσικού. Θα αντιληφθεί άμεσα ότι δεν πρόκειται για μια ιστορία με τέρατα, δεδομένου ότι το μυθολογικό αυτό πλάσμα δεν υπάρχει στην κυριολεξία στην πλοκή, αλλά θα διαισθανθεί τη μεταφορική σημασία που εκφράζει η χίμαιρα στη σημερινή εποχή, δηλαδή το φανταστικό, το ανέφικτο, το παράλογο, το ονειρικό, το ουτοπικό, το φαντασιακό, το αδύνατο να υπάρξει και να πραγματοποιηθεί καθώς και τον τρόπο που οι κρυμμένοι στο ατομικό ασυνείδητο τρόμοι και φοβίες μπορούν να βγουν στην επιφάνεια του συνειδητού και να οδηγήσουν στην τρέλα και στην παραφροσύνη.

Δεν θα κάνω περαιτέρω αναφορά και καλώ τον αναγνώστη να κατανοήσει τον συμβολισμό της χίμαιρας, αλλά και να βιώσει ο ίδιος, μέσω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και της βιωματικής αίσθησης, τη χιμαιρική αυταπάτη.

Τελειώνοντας, ελπίζω ο υποψήφιος αναγνώστης να απολαύσει το ιδιαίτερο αυτό πάντρεμα της αστυνομικής λογοτεχνίας μ’ αυτή του παραφυσικού και του υπερκόσμιου τρόμου.

Βασίλειος Γιαρεντζίδης

Αντιστράτηγος ε.α. Ελληνικής Αστυνομίας

Συγγραφέας-εικαστικός

Σκοτεινή Χίμαιρα

book
21.00 18.90