Σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα το σημαντικότερο δεν είναι το τι γίνεται, αλλά το πώς και το γιατί
Το αστυνομικό μυθιστόρημα αποτελεί ένα ιδιαίτερα προσφιλές λογοτεχνικό είδος που πάντα εξάπτει το αναγνωστικό κοινό. Είναι το μυστήριο που πάντα τραβάει την προσοχή, η σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης που οδηγεί σε απεχθή εγκλήματα και τρομάζει, οι ιδιόρρυθμοι αλλά συχνά θελκτικοί χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν και δημιουργούν αισθήματα θαυμασμού αλλά και αντιπάθειας στους αναγνώστες.
Αρκεί βέβαια όλα τα παραπάνω να γίνονται σωστά.
Και το κυριότερο που πρέπει να γίνει σωστά σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το timing. Να βρεθεί η κατάλληλη χρονική στιγμή που θα δώσεις μία πληροφορία, θα παρέχεις μία ένδειξη, θα κάνεις μια αποκάλυψη. Πλέον όλες οι ιστορίες έχουν ειπωθεί. Δεν είναι –και δεν πρέπει να είναι– σκοπός ενός συγγραφέα να προσπαθήσει να γράψει κάτι εντελώς καινούργιο, κάτι απόλυτα πρωτότυπο. Εξάλλου, όλες τις ιστορίες, αν τις αναλύσεις, προέρχονται από βασικά συναισθήματα και γνώριμες ανθρώπινες σχέσεις που καθορίζουν τις πράξεις των χαρακτήρων.
Ομοίως, αν θέλει κάποιος απλώς να φτιάξει μια αστυνομική ιστορία, δεν είναι δύσκολο. Όπως λέγανε και οι δημιουργοί των noir ταινιών, τις προηγούμενες δεκαετίες, τα συστατικά είναι ένας μοναχικός ντετέκτιβ, ένας φόνος, και μια femme fatale. Αυτά παίρνεις, τα ανακατεύεις, τα βάζεις σε σειρά μαζί με μια δυο προσωπικές ιδέες και δημιουργείται μια ιστορία.
Μια ιστορία, όπως και κάθε ιστορία πλέον, που θα μοιάζει και θα θυμίζει κάποια άλλη. Οπότε το σημαντικότερο σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα δεν είναι το τι γίνεται ή ποιος είναι ο δολοφόνος, αλλά το πώς και, κυρίως, το γιατί.
Δεν αναζητούμε απαραίτητα την έκπληξη, αλλά την αιτιολογία για τα γεγονότα και τις πράξεις των πρωταγωνιστών. Αιτιολογία και όχι ταύτιση. Δεν υπάρχει πάντα ανάγκη ταύτισης με τους χαρακτήρες ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Θα ήταν ίσως και ανησυχητικό να ταυτιστεί κάποιος με ήρωες από έναν τέτοιο κόσμο, παρόλο που μπορεί να είναι άκρως ρεαλιστικός. Αυτό που είναι απαραίτητο να επιτευχθεί, όμως, είναι η κατανόηση των ηρώων. Η κατανόηση των κινήτρων και, κυρίως, οι λόγοι της ηθικής τους πτώσης.
Γράμματα από το παρελθόν και ένας… τέλειος φόνος
Όλα αυτά με αφορμή και το δικό μου αστυνομικό μυθιστόρημα, Γράμματα από το παρελθόν που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πηγή. Κάτι το οποίο δεν είχα προσχεδιάσει, δηλαδή το να γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, κάτι το οποίο είναι και αρκετά διαφορετικό και πιο σύνθετο από όσα έχω ήδη γράψει. Αλλά, όπως και τα προηγούμενα βιβλία μου, έτσι και αυτό δημιουργήθηκε με σκοπό να υπηρετήσει αυτά τα οποία ήθελα να δώσω μέσα από αυτό. Κάπως έτσι σχεδιάστηκε ο πρωταγωνιστής, ο επιθεωρητής Τζίμι Μακλάουντ ο οποίος μεταφέρει και αρκετές προσωπικές σκέψεις και ιδέες που υπήρχαν παλαιότερα σε πιο μελαγχολικές περιόδους.
Ύστερα από αυτό το πρώτο συστατικό του βιβλίου, αξιοποίησα μια ιδέα που είχα για έναν… τέλειο φόνο με ένα ακλόνητο άλλοθι. Οπότε, σύμφωνα και με τους παραπάνω κανόνες των noir, δημιουργήθηκε ο ιδιόμορφος αστυνομικός ερευνητής, υπήρξε ο φόνος και έμενε η γυναικεία παρουσία που θα έδενε την ιστορία μου. Και αυτή προέκυψε, όπως γίνεται συχνά σε εμένα, μέσα από μια γνωριμία, δίνοντας το απαραίτητο κίνητρο που έλειπε στην πλοκή.
Από κει και πέρα έμενε το τεχνικό –και δύσκολο– κομμάτι της συγγραφής της ιστορίας μου. Μια ιστορία που, ύστερα από προβληματισμό, επέλεξα να μην την τοποθετήσω στην Ελλάδα, αλλά ούτε και σε κάποια συγκεκριμένη χώρα του εξωτερικού.
Ο πρώτος βασικός λόγος είναι ότι δεν ήθελα να συνδέσω το έγκλημα και την ιστορία μου με την Ελλάδα ή την Αθήνα που μπορεί να είχα στο μυαλό μου τις στιγμές της συγγραφής. Γενικότερα, καθετί που χρησιμοποιείται σε ένα βιβλίο θα πρέπει να έχει και κάποιον ρόλο, αλλά η πόλη, ως τοποθεσία, δεν είναι απαραίτητο να έχει κάποιον ουσιαστικό στην αφήγηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι παραλείπεται και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται η υπόθεση, καθώς η πόλη στην οποία εξελίσσεται δεν διαφέρει από τις περισσότερες μεγαλουπόλεις του δυτικού κόσμου, με τις ανισότητες και τα προβλήματα της καθημερινότητας να είναι κοινά.
Και ένας δεύτερος λόγος που δεν τοποθέτησα την ιστορία στην Ελλάδα έχει να κάνει με το ύφος της αφήγησης, που διακατέχεται από κυνικότητα, ανά στιγμές και από απαισιοδοξία, οπότε προτιμήθηκε ένα πιο μουντό, βροχερό σκηνικό που θυμίζει κάτι από Βόρεια Ευρώπη – Σκανδιναβία ή Βρετανία. Έχω, εξάλλου, μεγάλη αγάπη στους λογοτέχνες αυτών των περιοχών που έχουν ασχοληθεί με το αστυνομικό μυθιστόρημα, όπως ο Jo Nesbo ή ο Ian Rankin, τα βιβλία των οποίων αποτελούν υπό μία έννοια μια πρότυπη φόρμα.
Pop culture, επιρροές και σκέψεις για τη συνέχεια
Βρήκα, παράλληλα, την ευκαιρία να χρησιμοποιήσω ξένες επιρροές από ταινίες και μουσικές που προτιμώ και αναφέρονται μέσω του πρωταγωνιστή. Πρώτοι, φυσικά, στα μουσικά οι Smiths που ακούει ο επιθεωρητής, καθώς είναι ένα συγκρότημα που εκφράζει το αίσθημα μοναξιάς που νιώθει, αλλά και λόγω της αντίφασης που έχουν μεταξύ της χαρούμενης μουσικής και των μελαγχολικών στίχων. Μια αντίφαση που εμφανίζει και ο πρωταγωνιστής στη συμπεριφορά του σε σχέση με την πραγματική του συναισθηματική κατάσταση. Στο ίδιο μήκος και η επιλογή των Joy Division.
Και μιας και αναφέρθηκα στις επιρροές, να μιλήσω και για τις τηλεοπτικές/κινηματογραφικές που χρησιμοποιούνται για τη διαμόρφωση της ιστορίας, αλλά και ως σημείο αναφοράς στο σενάριο. Ως προς το αστυνομικό κομμάτι και τους χαρακτήρες, στην έρευνα που έκανα πριν ξεκινήσω να γράφω ήταν να δω τις τηλεοπτικές σειρές True Detective – τον 1ο κύκλο– και The Wire τα οποία πρόσφεραν πλούσιο υλικό. Πέρα από τις προφανείς αυτές επιλογές, άλλες ταινίες που θα μπορούσα να αναφέρω και ενέπνευσαν με κάποιον τρόπο είναι τα Heat, Match Point, Prestige, Lives of others, Three billboards outside Ebbing, Missouri.
Και τώρα που γράφτηκε αυτό το αστυνομικό, το ερώτημα που ακούω είναι αν θα συνεχίσω την ιστορία και αν θα συνεχίσω στο αστυνομικό μυθιστόρημα γενικότερα.
Η απάντηση δεν είναι συγκεκριμένη ακόμη. Δεν ξέρω αν πρόκειται να επαναληφθεί, αν και υπάρχει μια ιδέα, για να συνεχίσει η ιστορία του πρωταγωνιστή· και στο αστυνομικό κομμάτι, αλλά κυρίως ακολουθώντας τον ρόλο του επιθεωρητή, καθώς το βιβλίο αποτελεί ένα ψυχογράφημα του κεντρικού χαρακτήρα και σίγουρα θα ήθελα να επισκεφτώ ξανά τον ψυχικό του κόσμο, αν και όχι πολύ άμεσα.
Γενικότερα, όμως, το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Δεν έχω συγκεκριμένο είδος στο οποίο επικεντρώνομαι. Κάθε φορά επιλέγω το είδος και το ύφος του βιβλίου ανάλογα από την ιστορία που θέλω να πω και τι θέλω να πω μέσα από αυτή. Οπότε όλα είναι ανοιχτά.
Από τον συγγραφέα Γιώργο Νυκταράκη