Άρθρο του συγγραφέα μας, Αλέξανδρου-Παναγιώτη Ιορδανίδη. Το μυθιστόρημά του φανταστικής λογοτεχνίας “Αινθόρια η Νέμεση της Νύχτας” μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πηγή.
Ως άνθρωποι έχουμε όλοι τις ίδιες ανάγκες. Ανάγκη για τροφή, ανάγκη για αγάπη, υγεία και ευτυχία. Κατά βάθος, είμαστε πολύ περισσότερο όμοιοι πάρα διαφορετικοί. Μοιραζόμαστε τις ίδιες ανάγκες, τις ίδιες ανησυχίες και τους ίδιους φόβους. Ωστόσο, μέσα σε αυτές τις τρανταχτές ομοιότητες που μας δείχνουν πόσα κοινά έχουμε ως ανθρωπότητα, μάθαμε να χωριζόμαστε σε κατηγορίες. Μάθαμε να διαχωριζόμαστε ο ένας από τον άλλον τόσο πολύ, σαν να είμαστε κάτι διαφορετικό, ένα διαφορετικό είδος, μια άλλη ύπαρξη. Στο έργο μου «Αινθόρια η Νέμεση της Νύχτας» ένα από τα θέματα που θίγω είναι η έντονη διαφοροποίηση που επικρατεί ανάμεσα στους Έλληνες και τους Αινθοριανούς, μια διαφοροποίηση που οδηγεί σε προδοσίες και πλάνες. Αυτό συμβαίνει λόγω της θρησκείας. Θρησκεία, μια λέξη τόσο δυνατή, με τόσο βάρος, αλλά που το όνομά της στο πέρασμα των αιώνων έχει καλυφθεί περισσότερο με αίμα παρά με αγάπη.
Από τις απαρχές της ύπαρξής μας σε αυτόν τον κόσμο είχαμε την ανάγκη ή την τάση να αναζητήσουμε τον δημιουργό μας, να ερμηνεύσουμε κάποια φαινόμενα που μας φαινόντουσαν περίεργα και αξιοθαύμαστα και, στο τέλος, ό,τι δεν κατανοούσαμε, μάθαμε να το αποκαλούμε «Θεό». Ως είδος έχουμε ισχυρή φαντασία και μάθαμε να δημιουργούμε πραγματικότητες, που ίσως να μην υφίστανται αλλά ίσως και να υπάρχουν. Το ζήτημα είναι όμως ότι χρησιμοποιήσαμε αυτές τις νέες ερμηνείες που δώσαμε στον κόσμο για να αποκτήσουμε μια ταυτότητα αλλά και για να ξεχωρίσουμε ο ένας από τον άλλον. Κι έτσι, λοιπόν, με βάση αυτή την οπτική, ο Θεός μου έγινε ανώτερος και πιο ισχυρός από τον Θεό σου. Ή θα δεχτείς τον Θεό μου και θα γίνεις όμοιός μου ή θα υποφέρεις και θα γευτείς τον θάνατο. Οι περισσότερες θρησκείες μιλάνε για την αγάπη και τη συμπόνοια, για την αλληλεγγύη προς τον συνάνθρωπο, ωστόσο όμως όταν συναντήσουν τα βλέμματά τους, όλα αυτά λησμονούνται και ταμπέλες σηκώνονται ψηλά και χτίζονται σύνορα μεγάλα και αδιάβατα.
Παρότι η γνώση βρίσκεται πλέον διάχυτη παντού γύρω μας, μέσω των βιβλίων, των βιβλιοθηκών, των πανεπιστημίων και φυσικά μέσα από το πανταχού παρόν διαδίκτυο, ακόμα και τώρα αδυνατούμε να κατανοήσουμε το διαφορετικό, αδυνατούμε να το δεχτούμε και πάντα προσπαθούμε υποσυνείδητα να πείσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους ότι είμαστε κάτι άλλο, ίσως κάτι ανώτερο, που δεν έχουμε ανάμειξη με αυτούς τους διαφορετικούς. Περιορίζουμε το μυαλό μας σε τόσο στενά όρια, σαν να υπάρχει αυθόρμητα αυτή η αντίδραση μέσα μας, σαν να είναι ένας διακόπτης που ενεργοποιείται μόνος του. Ίσως το μεγαλύτερο έγκλημα της κάθε θρησκείας να είναι η άποψη ότι κατέχει το μονοπώλιο της αλήθειας, δημιουργώντας δόγματα. Έτσι λοιπόν δεν υπάρχει χώρος για κάτι άλλο, καμία ανοχή καθώς η αλήθεια μου είναι αδιαμφισβήτητη. Με αυτόν τον τρόπο θεωρούμε πλανεμένο αυτόν που πιστεύει σε καθετί διαφορετικό και διαθέτει διαφορετικές πεποιθήσεις από εμάς. Μάθαμε τη φράση να σεβόμαστε την πίστη του καθενός, αλλά ενδεχομένως να μάθαμε να τη λέμε και όχι πραγματικά να την εφαρμόζουμε στον εαυτό μας και στην ευρύτερη αντίληψή μας. Ίσως αυτά να είναι στοιχεία από τη ζωώδη φύση μας και να βρίσκονται σε ένστικτα ασφάλειας και προστασίας που υπάρχουν μέσα μας χιλιάδες χρόνια, σαν να θέλουμε να προστατέψουμε τη φυλή μας από μια διαφορετική φυλή που εμφανίστηκε στο δάσος μας, στο δάσος που μας ανήκει. Μπορώ να ανεχτώ ότι κάτι τέτοιο μπορεί να είναι εγγεγραμμένο στον χαρακτήρα ή στη φύση μας, σαν αυθόρμητη δράση, και σίγουρα μπορώ να δικαιολογήσω δύο προϊστορικές φυλές που συγκρούονται μεταξύ τους για ένα κομμάτι γης (κάτι που φυσικά συνεχίζει να κάνει η ανθρωπότητα ακόμα και σήμερα), αλλά δεν μπορώ να κατανοήσω τους μηχανισμούς αυτούς που μέχρι και σήμερα μας κάνουν ρατσιστές, μας κάνουν θρησκόληπτους, τους μηχανισμούς αυτούς που μας έδειξαν να βλέπουμε τις διαφορές ανάμεσά μας και όχι όλα αυτά που μας ενώνουν.
Εν ολίγοις, οι ομοιότητες είναι πολύ περισσότερες από τις διαφορές, και στο τέλος ίσως η μοναδική αλήθεια των πραγμάτων να είναι ότι βλέπουμε αυτό που επιλέγουμε να δούμε. Η ειρωνεία είναι ότι κανείς δεν θα παραδεχτεί ότι είναι ρατσιστής, ή ότι έχει ψήγματα ρατσισμού μέσα του, δικαιολογώντας απεγνωσμένα τον εαυτό του. Θα πρέπει να αμφισβητήσουμε τα όσα ξέρουμε και σίγουρα τα όσα νομίζουμε ότι ξέρουμε. Οφείλουμε να επανεξετάσουμε τις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις μας, τις πεποιθήσεις εκείνες που μας συντροφεύουν από την παιδική μας ηλικία, και φυσικά εκείνα τα βαριά στερεότυπα που μας τυφλώνουν. Μόνο τότε θα είμαστε σε θέση να κοιτάξουμε το τέρας κατάματα. Είμαστε εγκλωβισμένοι σε φυλακές με αόρατα κάγκελα.
Αλέξανδρος-Παναγιώτης Ιορδανίδης
Ιστορικός-Συγγραφέας