ΓΡΑΦΕΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΩΤΑΚΗΣ
Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Μποσκαΐνου αποτελεί ένα ενδιαφέρον λογοτεχνικό ψηφιδωτό, το οποίο προκύπτει τόσο από την υφολογική πολυφωνία των κειμένων του βιβλίου, όσο και από την συναισθηματική πολυπλοκότητα που τα συνδέει. Τα διηγήματα του 49χρονου συγγραφέα διαθέτουν μια ιδιότυπη ποικιλία σε σχέση με τα θέματα που καταπιάνονται, εκπλήσσοντας τον αναγνώστη με αυτόν τον πλουραλισμό επιρροών και διαφορετικών ατμοσφαιρών. Από την σκληρή, γεμάτη κυνισμό και πληγές Ελλάδα σε μεταφυσικές ιστορίες χολιγουντιανών επιρροών και από διηγήματα με ιστορικές αναφορές στην ελληνική επαρχία, οι ιστορίες του Μποσκαΐνου, ενώ φαινομενικά μοιάζουν να έρχονται από διαφορετικούς κόσμους, ωστόσο στο τέλος καταλήγουν σε μια χαρακτηριστική ομοιομορφία, δημιουργώντας έναν ισχυρό ιστό. Η γλώσσα των διηγημάτων είναι απολύτως περιγραφική, γεμάτη εικόνες, εμπλουτισμένη με γλαφυρούς διαλόγους, οι οποίοι καταδεικνύουν συχνά την κινηματογραφική λογική, με την οποία είναι γραμμένα τα διηγήματα. Η ταχύτητά τους, ο τρόπος που ο συγγραφέας επιλέγει οι ήρωες του να μονολογήσουν ή να εκφραστούν με δυναμισμό ο ένας απέναντι στον άλλον, συχνά προσκαλεί τον αναγνώστη να τα εικονοποιήσει και να σκηνοθετήσει μια δική του εκδοχή.
«Όχι, ρειιιιιιι», φώναξε. «Όχι, ΠΟΤΕ». Γύρισε κι άρχισε να σέρνει την ψυχή του κατά το κάστρο της Ζαρνάτας. Έμεινε κει μερόνυχτα τρία, δίχως φαΐ και νερό – τι να τα κάνει; Μέχρι και στα μνήματα κατέβηκε δυο νύχτες απανωτές και διάβασε τ’ όνομά του στη μαρμαρόπλακα να το χωνέψει. Μπααααα… Όχι. Ποτέ. Η Ψυχή του αρνιότανε. Εκείνο το γινάτι του εν ζωή, δεν τον άφηνε ούτε νεκρός να γαληνέψει. Αλαφροΐσκιωτος από πάντα. Έγινε Καστριανός και δεν δέχτηκε να βρίσκεται ούτε με τους ζωντανούς –ποιο το νόημα;– ούτε με τους πεθαμένους κι ας τους αγάπαγε πολύ μερικούς. Εκείνος το δικό του βιολί. Μόνος του, στη μέση, απ’ τη Ζωή και το Θάνατο.
Μολονότι πολλοί από τους ήρωες του Black Jack χαρακτηρίζονται από μια διαρκή λεκτική ένταση, διατρανώνοντας συνεχώς τη θέση τους ακόμα και με βίαιο συναισθηματικά τρόπο, από την άλλη συνυπάρχει μια λεπτή-σημαντική όμως ως παράμετρος του βιβλίου- γραμμή ευαισθησίας που διαπερνά όλο το κείμενο και αποδίδει ένα λειαντικό φίλτρο στο σύνολο των διηγημάτων, ένα φίλτρο που εντέλει λειτουργεί ως κάθαρση σε πολλά απ’ αυτά.
Ο ένας τον έπιασε από πίσω, κεφαλοκλείδωμα και του ’κοψε την ανάσα. Μπλάβιασε ο μαύρος. Άνοιξε το στόμα του να πάρει αναπνοή και του χώσανε μέσα μια πετσέτα. Αυτό γυρεύανε, να μην τον ακούνε απ’ όξω. Ο δεύτερος κράταγε την πόρτα κι ένας τρίτος άρχισε τις καλές, πού σε πονεί και πού σε σφάζει. Του ’σκασε δυο μπουκέτα σίδερο, ένα σε κάθε μάτι. «Αυτά για να κοιτάς εκεί που δεν πρέπει, μορφονιέ», του είπε.
Ο συγγραφέας με άνεση μεταπηδά από τον προφορικό, ωμό, κυνικό λόγο, σε αναλυτικές περιγραφές, με λόγο μεστό και ώριμο, δημιουργώντας φανταστικούς κόσμους και περιβάλλοντα, τα οποία αν και συχνά αλλόκοτα, προσελκύουν τον αναγνώστη να τα εξερευνήσει. Παρόλο που οι ιστορίες του διαθέτουν έντονα το στοιχείο του φανταστικού, ωστόσο οι ήρωες του είναι φιγούρες καθημερινές, που όλοι μας θα αναγνωρίσουμε από την πρώτη κιόλας περιγραφή, άνθρωποι που ζουν ανάμεσά μας, με όλα τα πάθη, τις γραφικότητες και τις ιδιαιτερότητες τους, αλλά την ίδια στιγμή στις γραμμές του βιβλίου παρελαύνει και ο ίδιος μας ο εαυτός. Προσωπικά, θα ήθελα να δω τον Μποσκαΐνο να δοκιμάζεται στο μυθιστόρημα, θεωρώ ότι θα καταφέρει να δημιουργήσει ένα ξεχωριστό και ενδιαφέρον ύφος. Για την ώρα, όμως, είναι βέβαιο ότι έχει κερδίσει το προσωπικό του στοίχημα με το διήγημα.
ΠΗΓΗ literature.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ BLACK JACK