Ένα ταξίδι στο χρόνο, μα, και στον τόπο επιχειρεί με το διήγημά του «Δύο ψάθινα καπέλα» ο συγγραφέας Δημήτρης Αλεξόπουλος. Πλημμυρισμένος από παιδικές εικόνες δίπλα στο κύμα, με τη γεύση του αχινού και την αλμύρα της θάλασσας στα χείλη, μας κάνει συνταξιδιώτες στην ιστορία μιας οικογένειας ναυτικών, που έχουν να αντιμετωπίσουν τις τρικυμίες της στεριάς και να δαμάσουν τα κύματα της ζωής. Το εξώφυλλο του βιβλίου πραγματικά «μυρίζει» θάλασσα και όπως λέει στο Vivlio-life ο συγγραφέας «είναι κάτι παραπάνω από δικό μου. Η εικόνα αυτή ήταν στο μυαλό μου σχεδόν από την αρχή της εκδοτικής διαδικασίας. Τόσο τα χρώματα όσο και τα σχέδια. Τα ψάθινα καπέλα που υπάρχουν μέσα στο βιβλίο, είναι δικό μου σχέδιο, και είναι τα ίδια καπέλα που φόραγα μικρός με τον πατέρα μου τα καλοκαίρια στη θάλασσα».
Ένας άντρας τολμηρός και απρόβλεπτος, είναι ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματός σας. Κιμπάρης και λεβέντης. Το καραβόσκυλο της ναυτικής οικογένειας, την ιστορία της οποίας διαβάζουμε στο διήγημά σας. Μιλήστε μας για τον Αρίστο.
Ο Αρίστος, έχει σίγουρα έναν σημαντικό ρόλο στην ιστορία. Δεν διαχωρίζω τους ήρωες σε πρώτους και δεύτερους, καθώς ο ρόλος του καθενός σε αυτήν την ιστορία είναι σημαντικός.
Ας μιλήσουμε για τον Αρίστο λοιπόν. Το δεύτερο αγόρι μιας παλιάς ναυτικής οικογένειας, που μεγάλωσε χωρίς να τον σκοτεινιάζει ότι δεν ήταν ο πρωτότοκος γιος. Από μικρός διάλεξε το ρόλο του καραβόσκυλου της οικογένειας χωρίς να του τον έχει επιβάλει κανείς. Τολμηρός, ατίθασος, γυναικάς, μα έχοντας ευαισθησίες τόσο καλά κρυμμένες μέσα του που και ο ίδιος ακόμα αγνοούσε. Παρόλο που το αντρικό πρότυπο του πατέρα έλειπε στα καράβια, δεν τον επηρέασε στον χαρακτήρα του. Χάραζε πάντα τον δικό του δρόμο, διαφορετικό από τα αδέλφια του, και ποτέ δεν διάλεξε τον εύκολο δρόμο.
Ο Αρίστος, είναι ένας άνθρωπος που δίνεται με την ψυχή του σε ό,τι αγαπά, φροντίζοντας να πατά στα πόδια του γερά έχοντας πάντα εμπιστοσύνη στον εαυτό του και σε όσα αυτός ορίζει.
Ποια πρόσωπα τον πλαισιώνουν στο βιβλίο σας; Τον Αρίστο με τα χαρακτηριστικά που μας δίνετε τον συμπαθούμε αμέσως. Το ίδιο θα γίνει και με τους δευτεραγωνιστές σας;
Οι συμπρωταγωνιστές, και όχι δευτεραγωνιστές, είναι αναπόσπαστα κομμάτια της ιστορίας. Ακόμα και οι προ παππούδες που αναφέρονται. Οι νεότεροι όργωναν τη θάλασσα στα απόνερα της παράδοσης που άφηναν οι παλιότεροι. Αλλά δεν είναι μόνο η θάλασσα, αλλά και η στεριά, που εκεί τον πρώτο ρόλο είχαν οι γυναίκες. Γι’ αυτό θα μιλήσω πρώτα για αυτές.
Ο ρόλος των γυναικών στην ιστορία αυτής της οικογένειας όπως άλλωστε και για όλες τις ναυτικές οικογένειες, ήταν μητριαρχικός. Αυτές κάνανε κουμάντο στα σπίτια για όσο λείπανε οι άντρες στα καράβια. Και τα χρόνια ήταν όχι μόνο πολλά, μα ήταν και τα χρόνια τα καλά, που τα κοριτσόπουλα γίνονταν σύζυγοι, μάνες και γυναίκες όλα μαζί. Οι άντρες ξέρανε τι φορτίο τους αφήνανε, και τις σεβόντουσαν. Η γιαγιά Δαμασκηνή, μια γυναίκα βράχος και φάρος μαζί.
Η μαμά Ροζαλία, μοναχοκόρη καπετάνιου και ορφανή από μάνα. Ανέθρεψε και μεγάλωσε τα τέσσερα παιδιά της σα να κρατούσε μια άμαξα με τέσσερα ατίθασα άλογα, που όταν μεγάλωσαν τα είδε όλα να φεύγουν στα πέρατα του κόσμου. Η θεία Μιμόζα, που μεγάλωσε την Ροζαλία σα μάνα της και την έκανε μια καπετάνισσα της στεριάς.
Η Αννίκα, μοναχοκόρη ανάμεσα σε τρία αγόρια. Αρχοντοπούλα από παλιά στόφα. Δε βιάστηκε σε τίποτα. Ήθελε το τσουκάλι της ζωής να το γεμίσει μόνη της. Δυναμική, έξυπνη, με σπάνιες ευαισθησίες.
Η Κλάρα, σύντροφος και συνοδοιπόρος του Αυγουστή. Σαν κλάρα, κράτησε τον Βλαστό στη θύελλα. Η Στέλλα. Μια Βενετσιάνα που άλλαξε δυο φορές την πορεία της ζωής του Αρίστου, εκούσια και ακούσια.
Τέλος, η Καλή. Μια γυναίκα που είναι όλα σε ένα. Ένας άνθρωπος που εμπιστεύεσαι την ψυχή σου. Ένα δεύτερο εγώ του Αρίστου, που με την στοργή μιας μάνας και την υπομονή ενός δέντρου, τον ανέσυρε από τα φαντάσματα και τον έφερε σιγά σιγά πίσω στον κόσμο των ζωντανών.
Όσο για τους άντρες, είναι βγαλμένοι από χαρακτήρες της εποχής. Μιας εποχής που η τιμή, ο λόγος, ο σεβασμός και η αφοσίωση είχαν ιδιαίτερη σημασία. Αξίες με βάθος χρόνου στις ζωές των ανθρώπων που σήμερα δυστυχώς κατά μεγάλο μέρος έχουν εκλείψει και το αντίκτυπο φαίνεται στις σημερινές κοινωνικές σχέσεις.
Ο Κωνσταντής, το ψυχοπαίδι του Αρίστου. Ο Αρίστος του στάθηκε σαν πατέρας όταν ο πατέρας του πνίγηκε στα βαπόρια, και τον φρόντισε έως που έγινε άντρας. Πάντα παρών με έναν σπάνιο σεβασμό και κρίση. Άνθρωπος που ήξερε να ακούει την ψυχή.
Ο Κυριάκος ο ταξιτζής. Έμπιστος. Ο άνθρωπος που στις μεγάλες οικογενειακές φωτογραφίες, θα καθόταν στην άκρη, μα θα είναι πάντα μέσα στο κάδρο σαν μέλος της ευρύτερης οικογένειας.
Ο Αυγουστής, ο μεγάλος αδελφός του Αρίστου. Μια ήρεμη δύναμη. Φιλοσοφημένος για την ζωή, ξέρει τι πρέπει να κάνει και δέχεται τον ρόλο του αρχηγού με σεμνότητα.
Ο καπετάν Αλέξης. Η πρώτη γενιά των παλιών ναυτικών που ξεχώρισαν την σκληρότητα της ζωής στα καράβια από την προσωπική ζωή και έδειξαν ότι έχουν ευαισθησίες.
Αυτό που θέλω να επισημάνω για τους ήρωες του βιβλίου, είναι ότι κάποιοι λίγο και κάποιοι περισσότερο, είναι όλοι τους αφηγητές κάποιου κομματιού της ιστορίας. Όλοι εξιστορούν ένα κομμάτι που ζήσαν ή γνωρίζουν καλά ή και τα δύο. Διαβάζοντάς την ιστορία θα τους βρείτε μόνοι σας.
«Η επιβλητική του εμφάνιση και το δυνατό τρανταχτό του γέλιο τον έκαναν αναγνωρίσιμο και ευπρόσδεκτο όπου πήγαινε…», διαβάζω. Ποιο μπορεί να είναι άραγε το ευάλωτο σημείο ενός τέτοιου δυναμικού ανθρώπου;
Το ευάλωτο σημείο του Αρίστου, ήταν ότι δεν ήξερε ότι έχει ευάλωτα σημεία. Νόμιζε ότι θα είναι για πάντα νέος, ότι πάντα θα έχει το χρόνο και θα μπορεί να κάνει αυτά που δίνουν χαρά σε αυτόν και τους γύρω του. Τα σχέδια όμως των ανθρώπων, κάνουν το Θεό να γελάει, και όταν ήρθε αυτή η στιγμή, ο Αρίστος αντέδρασε εγωιστικά τόσο προς τους ανθρώπους γύρω του όσο και προς τον ίδιο του τον εαυτό. Χαμήλωσε το κεφάλι τόσο που ο ήλιος δεν έφτανε πια στα μάτια του και στην ψυχή του.
«Όσο πιο σιγανά μιλάει κάποιος, τόσο πιο καλά ακούγεται», λέτε στις σημειώσεις σας. Ο Αρίστος, ωστόσο, είχε τρανταχτό γέλιο. Πώς τον αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι γύρω του; Τον άκουγαν; Τον συμβουλευόταν;
Ο Αρίστος δεν ήταν ποτέ ο άνθρωπος που θα πήγαιναν να τον συμβουλευτούν. Όσο ανοιχτός κι αν φαινότανε, δεν άφηνε περιθώρια στους έξω να τον πλησιάσουνε μόνοι τους. Αυτός θα καθόριζε την στιγμή που θα ανοιγότανε, και μόνο στους δικούς του ανθρώπους. Τα πολλά λόγια δεν ήταν του χαρακτήρα του. Όταν λοιπόν αποφάσιζε να ανοιχτεί σε κάποιον, το έκανε περισσότερο από εσωτερική ανάγκη, γιατί ήθελε ο ίδιος να βγάλει κάτι από μέσα του.
Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι γύρω του τον εμπιστεύονταν χωρίς να τον αμφισβητήσουν ποτέ. Ήξεραν ότι ο Αρίστος δεν θα τους έλεγε ποτέ κάτι που δεν θα πίστευε, ό,τι υποσχόταν θα το πραγματοποιούσε με το παραπάνω. Δεν χρειαζόταν κάποιος να του ζητήσει βοήθεια. Από μόνος του, ανώνυμα και αφειδώς προσέφερε και έκανε αυτά που πίστευε ότι έπρεπε να κάνει χωρίς να ζητάει καμιά αναγνώριση. Ήταν ένας ογκόλιθος ζωής που ο κόσμος αναγνώριζε και σεβόταν.
Όταν κάποιος μιλάει σιγανά, οι άλλοι κάνουν ησυχία και προσέχουν για να τον ακούσουν. Έτσι καταλαβαίνουν και τι θέλει να πει. Όταν φωνάζει ο ένας, προσπαθώντας να πείσει για τα λεγόμενά του, τότε για να ακουστεί, θα φωνάξει και ο άλλος. Έτσι μπαίνουνε και οι δύο σε έναν κύκλο ανταγωνισμού για το ποιος θα επιβληθεί. Κανείς δεν ακούει την φωνή του άλλου μα μόνο την δική του. Η επικοινωνία έχει πεθάνει. Το γέλιο ενός ανθρώπου, λέει πολλά για τον ίδιο τον άνθρωπο. Είναι σαν ένας μαγνήτης να πλησιάσεις και να ακούσεις τον άνθρωπο.
Το τρανταχτό γέλιο, είναι το γέλιο που είχε ο πατέρας μου, και γέμιζε όλο το χώρο όπου βρισκόταν. Το δάνεισα στον Αρίστο σα μια μνήμη αγαπημένη που δε θέλω να ξεχάσω ποτέ.
Πιστεύω πως η διευκρίνιση: «οι τρικυμίες ενός ναυτικού στη στεριά», που μας δίνετε στο εξώφυλλο, μας προετοιμάζουν για την περιπετειώδη ζωή του. Θέλετε να μας δώσετε μια εικόνα από τα κύματα που θα κληθεί να δαμάσει;
Οι τρικυμίες στην στεριά, που αντιμετώπισε ο Αρίστος, είχαν να κάνουν με τα κύματα που δεν μπορούσε να δαμάσει. Καταστάσεις που ήταν ανίσχυρος να ελέγξει και να τους αλλάξει πορεία. Γεγονότα που ήταν σαν αόρατα παγόβουνα στην πορεία ενός πλοίου.
«Πέρασε θύελλες πολλές και ποτέ δεν ξέχασε πως η θάλασσά του είναι πιο μεγάλη από τις βάρκες του ανθρώπου». Εξηγείστε μας κύριε Αλεξόπουλε αυτή την έκφραση…
Από αυτόν τον κόσμο είμαστε περαστικοί. Η ζωή που μας δόθηκε είναι δανεική για περιορισμένο διάστημα. Σε άλλους λίγο περισσότερο σε άλλους λίγο λιγότερο. Επιβάτες σε ένα τρένο με κολλημένα τα μάτια μας στα παράθυρα να μαζεύουμε εικόνες. Ο Αρίστος ζούσε τη ζωή του για το σήμερα, μη σκεπτόμενος το αύριο που το θεωρούσε δεδομένο. Πίστευε ότι θα μπορούσε να κάνει την ίδια ζωή για πάντα. Όταν η ζωή του φανέρωσε ότι κρύβει εκπλήξεις, ευχάριστες μα και πολύ δυσάρεστες, κατάλαβε ότι δεν είναι αυτός ο απόλυτος ρυθμιστής, και ότι σε κάποια πράγματα δεν έχει την δύναμη να ελέγξει, όση πρόθεση κι αν έχει.
Πόσα στοιχεία του δικού σας χαρακτήρα «δανείσατε» στον Αρίστο καθώς διαμορφώνατε την προσωπικότητά του;
Το βιωματικό κομμάτι του μυθιστορήματος, υπάρχει στο βιβλίο, αλλά με διαφορετικό τρόπο από ό,τι ίσως νομίζετε. Με εξαίρεση κάποια σημεία, δεν περιγράφω γεγονότα που έχω ζήσει σε πρώτο χέρι, αλλά ιστορίες που έζησα μέσα από περιγραφές κοντινών μου ανθρώπων. Το μεγαλύτερο κομμάτι είναι καταστάσεις που προσάρμοσα σε αυτές, ώστε να μπορέσω να βγάλω τα μηνύματά που ήθελα να μεταφέρω σε κάποιους ανθρώπους. Μηνύματα με πολλαπλούς αποδέκτες, τα οποία δεν μεταφέρονται μόνο φραστικά αλλά και μέσω των καταστάσεων που διαδραματίζονται στο μυθιστόρημα. Βέβαια, αυτό δεν περιορίζετε μόνο στον χαρακτήρα του Αρίστου, αλλά και στους άλλους ήρωες του βιβλίου. Κάποια χαρακτηριστικά, τα συνάντησα και τα έζησα σε αγαπημένους μου ανθρώπους, που οι περισσότεροι δυστυχώς έχουν φύγει, μα τα λόγια τους και η στάση ζωής τους με επηρέασαν για πάντα. Όλοι αυτοί ήταν πρωταγωνιστές στην δική μου ζωή. Γι’ αυτό και λέω ότι σε αυτήν την ιστορία είναι όλοι πρωταγωνιστές. Στον Αρίστο, δίνω κάποια κομμάτια του εαυτού μου μα με αφαιρετικό τρόπο, δηλαδή εστιάζω περισσότερο σε πράγματα που δεν έκανε παρά σε αυτά που έκανε. Όσο για τις συνήθειες του Αρίστου, οι περισσότερες είναι και δικές μου, μια από τις οποίες είναι και το αγαπημένο του ουίσκι!
«Το διήγημα αυτό, δεν έχει σκοπό να σας ψυχαγωγήσει πρόσκαιρα ώσπου να πάρει το ρόλο συλλέκτη σκόνης σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης σας. Όχι. Σκοπός του είναι να σας ταξιδέψει, με εισιτήριο πρώτης θέσης δίπλα στο παράθυρο!», μας λέτε. Το εισπράττουν αυτό οι αναγνώστες σας; Κάθονται δίπλα σας στο παράθυρο σ’ αυτό το ταξίδι;
Το ελπίζω. Για εμένα είναι ένα ταξίδι στο χρόνο μα και στον τόπο. Το να καταφέρουν οι αναγνώστες να ταξιδέψουν με όχημα την ιστορία του βιβλίου, είναι για μένα ένας ευσεβής πόθος. Δεν διεκδικώ το μονοπώλιο σε αυτά τα ταξίδια. Πάντα όταν διαβάζω ένα βιβλίο, προσπαθώ να μεταφερθώ στην χρονική στιγμή, να φορέσω τα ίδια ρούχα, να γευτώ και να οσμιστώ ό,τι και τα πρόσωπα της κάθε ιστορίας. Το να μπεις στο πετσί των πρωταγωνιστών σε μεταφέρει και σου δίνει την δυνατότητα να καταλάβεις το γιατί. Σου δίνει τη δυνατότητα να αποκτήσεις περιφερική όραση των γεγονότων και γνώση στην ζωή και στα βιώματα που καθόρισαν την πορεία και τις αποφάσεις ενός ανθρώπου. Ο σκοπός είναι να μην αρκεστεί ο αναγνώστης στην εικόνα που παρουσιάζεται στην πρώτη ανάγνωση, αλλά να ψάξει πιο βαθιά, και να μπορέσει να ακολουθήσει τον αφηγητή σε κάθε του βήμα.
Επιλέξατε ένα πολύ όμορφο εξώφυλλο. Άκρως ελληνικά χρώματα και μια θάλασσα που νομίζεις πως μόλις αγγίξεις το βιβλίο, θα σε ταξιδέψει μαζί της. Ήταν δική σας ιδέα – πρόταση;
Το εξώφυλλο του βιβλίου, είναι κάτι παραπάνω από δικό μου. Η εικόνα αυτή ήταν στο μυαλό μου σχεδόν από την αρχή της εκδοτικής διαδικασίας. Τόσο τα χρώματα όσο και τα σχέδια. Τα ψάθινα καπέλα που υπάρχουν μέσα στο βιβλίο, είναι δικό μου σχέδιο, και είναι τα ίδια καπέλα που φόραγα μικρός με τον πατέρα μου τα καλοκαίρια στη θάλασσα. Η εικόνα είναι πολύ ζωντανή και αγαπημένη. Επίσης, έχω σχεδιάσει και τα σημαιάκια που υπάρχουν σε κάθε αρχή κεφαλαίου. Είναι σημαιάκια ναυτικών σημάτων που αντιστοιχούν σε αριθμούς, και σχηματίζουν τους αντίστοιχους αριθμούς των κεφαλαίων.
Τα χρώματα του εξώφυλλου, είναι ο υποβρύχιος ορίζοντας της θάλασσας. Μέσα στο θαλασσινό νερό, αν ανοίξεις τα μάτια σου, οι αποχρώσεις του μπλε αλλάζουν ανάλογα με την διαβάθμιση του πυθμένα. Στα ρηχά, που ο ήλιος φτάνει εύκολα το θαλασσί είναι ανοικτό, αθώο, δεν μπορεί να κρυφτεί με τίποτα. Όσο βαθαίνει ο πυθμένας, ο ήλιος συναντάει μεγαλύτερη αντίσταση και το χρώμα σκουραίνει, μα έχει ακόμα φως. Όταν βαθύνει αρκετά, το φως του ήλιου χάνεται και όλα τα χρώματα γίνονται μια σκιά. Η θάλασσα γίνεται σκούρα, και εκεί δεν είσαι σίγουρος τι θα συναντήσεις. Όσο κοιτάς προς τα βαθιά μπορείς να κρύψεις, να κρυφτείς ή και να χαθείς. Πάντα όμως, αν γυρίσεις τα μάτια προς τα πάνω, θα δεις το φως να σου δείχνει το δρόμο που ξεκίνησες. Η θάλασσα είναι σαν την ψυχή του ανθρώπου.
Οι παιδικές σας αναμνήσεις έχουν την αλμύρα της θάλασσας, διαβάζω στο βιογραφικό σας. Θέλετε να τις μοιραστείτε μαζί μας;
Όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου μικρό, τον βλέπω πάντα καλοκαίρι με σκληρές πατούσες από την ξυπολυσιά και με θαλασσινό αλάτι συσσωρευμένο στα φρύδια μου. Η γιαγιά μου με έμαθε να επιπλέω στο νερό και ο πατέρας μου με έμαθε να κολυμπάω σχεδόν ταυτόχρονα με το που περπάτησα. Ο παππούς μου, ήταν αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού, κάτι που διέγειρε την φαντασία μου και με έφερε ακόμα πιο κοντά στη θάλασσα. Στην ζωή μου γνώρισα πολλούς ναυτικούς, καπεταναίους, ναυπηγούς, ιστιοπλόους, ψαράδες, σφουγγαράδες και βαρκάρηδες που με τους περισσότερους γίναμε καλοί φίλοι και κουμπάροι. Ίσως να ένιωθα ότι ήταν το πεπρωμένο μου να είμαι κι εγώ κοντά της. Όταν βουτάω στη θάλασσα, γεμίζω το στόμα μου θάλασσα και τη γεύομαι, αφήνοντας μια σταγόνα να κατέβει μέσα μου. Τα μάτια μου τα είχα από παιδί πάντα ανοικτά στο νερό κι ας με έτσουζαν. Τώρα δεν καταλαβαίνω κανένα τσούξιμο. Από μικρός, ό,τι δραστηριότητα είχε να κάνει με τη θάλασσα την έκανα. Τότε η θάλασσα ήταν πιο πλούσια στα μάτια μου, και η εικόνα μέσα από τη μάσκα ήταν σαν μια αγαπημένη ταινία που δεν τελειώνει ποτέ. Η ταινία αυτή από τότε ακόμα προβάλλεται μπροστά μου όποτε βρίσκομαι κοντά της, κάτι που συμβαίνει αρκετά συχνά. Το ευχάριστο είναι ότι με την οικογένειά μου μοιραζόμαστε την ίδια αγάπη για την θάλασσα.
Ποιος θαλασσινός ήχος και ποια γεύση της θάλασσας έρχονται στο μυαλό σας όταν μοιράζεστε τις παιδικές σας αναμνήσεις;
Η θαλασσινή γεύση που έρχεται πάντα στο μυαλό μου, είναι εκείνη του αχινού. Τους μαζεύαμε, τους ανοίγαμε εκεί πάνω στα βράχια και τους τρώγαμε επιτόπου. Η γεύση του αχινού, είναι ό,τι πιο κοντά στη γεύση της θάλασσας. Ίσως γιατί αναπόφευκτα, μαζί με τον αχινό τρως και λίγη θάλασσα μαζί.
Ο ήχος που με ακολουθεί από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι σήμερα, είναι όταν ξαπλώνεις με το ένα αυτί να ακουμπάει στην ακρογιαλιά, λίγο πιο κει που σκάει το κύμα, και ακούς το συνεχές ατελείωτο σούρσιμο που κάνει το νερό που σπρώχνει και τα βοτσαλάκια που αντιστέκονται και κατρακυλάνε. Αυτό το μοναδικό νανούρισμα με τον ήλιο να με ζεσταίνει, η μυρουδιά που βγάζουν τα βότσαλα και η αλμύρα στα χείλια μου, είναι για εμένα μια πανδαισία αισθήσεων.
Έχετε γράψει επίσης παραμύθια. Τα οποία, όπως μας εξηγείτε, διαβάζετε μόνο σε φίλους και στα παιδιά τους. Σκέφτεστε μελλοντικά να κάνετε κάποια έκδοση ώστε να τα διαβάσουν και τα δικά μας παιδιά;
Αυτά τα παραμύθια, προκύψανε όταν στον φιλικό και οικογενειακό περίγυρο υπήρχαν μικρά παιδιά που έπρεπε να απασχοληθούν. Κάποια γράφτηκαν σε ανύποπτο χρόνο, και άλλα βγήκαν επιτόπου, σε έναν κύκλο με παιδιά, παίρνοντας έμπνευση από τα μάτια και τις εκφράσεις τους. Τώρα τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά έχουν μεγαλώσει για να ακούνε παραμύθια, οπότε ίσως να χρειαστεί να περιμένω τα παιδιά τους για να ξαναπροκύψουν. Παρόλα αυτά δεν αποκλείω κάποια στιγμή να εκδοθούν κάποια από αυτά.