Η συλλογή αυτή, είναι η πρώτη φορά που έκανα την απόπειρα να γράψω το οτιδήποτε. Πέρα από το πώς εξελίχθηκε, τα πιο πολλά από αυτά τα ποιήματα ήταν κυρίως προσωπικά. Αποτελούσαν γεννήματα του έρωτα και της αγάπης μου για μια κοπέλα, της οποία το όνομα υπάρχει και μέσα στη συλλογή. Ήταν δώρα είτε για τα γενέθλια, είτε για τη γιορτή, είτε ακόμη και για την υπέροχη βόλτα που μπορεί να είχαμε κάνει κάτω από την Ακρόπολη ένα Σάββατο βράδυ.
Ήταν η “πρώτη ώριμη σχέση” – όλοι έχουμε μια τέτοια αγάπη που μας έχει μείνει ανεξίτηλη. Σε αυτή τη κοπέλα είχα δώσει τόσα πολλά, που μάλλον αυτά τα «πολλά» είχαν κουράσει και είχαν θάψει κάθε γλυκό παρελθόν. Είχα κάνει και λάθη, όπως όλοι μας. Η καραντίνα μας έσπασε και όταν κάτι τέτοιο σπάει – δυστυχώς – δεν κολλάει ξανά, όπως έλεγε και η ίδια. Διαφωνούσα, αλλά ο έρωτας και η αγάπη δεν είναι κάτι μοναχικό, ακόμη και αν αυτά τα νιώθεις με την Τέχνη ή οτιδήποτε άλλο – όπου εκεί είμαι αφιερωμένος πια.
Κάθε ποίημα ήταν και ένα δάκρυ, όπως και τη μέρα που χωρίσαμε. Όμως θυμάμαι, όταν τα έγραφα, όσο ήμασταν μαζί, και ακόμη πιο πολύ όταν χωρίσαμε, κάθε στίχος, κάθε ποίημα, κάθε σκέψη και κάθε σχέδιο που κάναμε, για εμένα ήταν σαν να γεννιέμαι και να πεθαίνω κάθε λεπτό. Ακόμη και τώρα που τα σκέφτομαι, αυτό το συναίσθημα επανέρχεται.
Κάθε τι καλό, πάντα ξεκινάει με μια αίσθηση πως περπατάς σε ένα ηλιόλουστο δάσος και καταλήγεις σε ένα δροσερό ξέφωτο. Βέβαια η πραγματικότητα είναι αλλιώς, και με έναν σκοτεινά γλυκό τρόπο, μού έδειξε ότι κάτω από το ξέφωτο καραδοκεί ένας βούρκος. Αφού ο βούρκος με συνέθλιψε συναισθηματικά, αυτά τα ποιήματα ήταν μια παρέα, και γενικά η Τέχνη, η Ιστορία και η Φιλοσοφία, με έκαναν να ανακάμψω ανανεωμένος, πιο δυνατός και με σκοπό, υπενθυμίζοντας μου ξανά κάποια πράγματα.
Από τότε (πάει πάνω από ένας χρόνος που χωρίσαμε) δεν έχω μπορέσει να μη νιώθω την έλλειψή της. Ακόμη εμφανίζονται όνειρα ή αναμνήσεις σε απρόσμενες στιγμές.
Παρασυρμένος από όλα αυτά τα συναισθήματα, σχεδόν εγκατέλειψα τους φίλους μου. Ήταν ένα βλακώδες λάθος, γιατί για έναν έρωτα και έπειτα για μια αγάπη, εγκατέλειψα άλλους ανθρώπους και αγάπες που ήταν σημαντικά. Αυτά όμως που παράτησα, ήταν αυτά που μπορούν να δυναμώνουν τη ζωή· η μία και μοναδική αγάπη, μού ζωογόνησε όλα τ’ άλλα, αφού πρώτα με πέταξε στα σκοτάδια.
Έστω ότι είχα την ευκαιρία να ζήσω ξανά την ίδια σχέση, και την κοπέλα, όπως ακριβώς τα έζησα, κι ας ήξερα και το τέλος. Και πάλι θα έλεγα ένα «ναι», γιατί ήταν κάτι που δε νομίζω πως θα το ζήσω στη ζωή άλλη φορά. Είτε γιατί δεν θα επιλέξω κάτι παρόμοιο, είτε γιατί θα είμαι πιο σοφός ως προς αυτά. Μετανιώνω όμως, όπως συχνά το παθαίνουμε, για πράγματα που δεν είπα και δεν έκανα. Για το μόνο που χαίρομαι, είναι πως αντί να της δίνω τα τυπικά και κλισέ δώρα που συμβολίζουν την αγάπη, εγώ καθόμουν και της έγραφα ποιήματα, που τελικά είχα τη δύναμη να τα δίνω, και να μη τα αφήνω στην άκρη σαν μια φαντασίωση. Ήταν το πρώτο πράγμα που έγραφα στην ζωή μου – πριν ανοίξω και άλλους δρόμους εξέλιξης στην Τέχνη μου –, και όλα μα όλα ήταν χειρόγραφα.
Δεν ελπίζω, μα πιστεύω, ότι τα έχει πεταμένα σε μια γωνιά στο σπίτι της και ότι κάποτε μπορεί να τα ξαναδεί. Μπορεί και να μη γίνει τίποτα. Το δάκρυ της, πάντως, όταν τα διάβαζε, το χαμόγελο και η αγκαλιά της όταν τα τύλιγε πάλι με προσοχή, ήταν σπάνια. Την αγαπώ γιατί ήταν το τράνταγμα που με ζωογόνησε και με ξαναγέννησε… Το πουλί πια έχει να πετάξει πάνω από πολλές θάλασσες, χώρες και ανθρώπους. Έχει να κάνει και να πάθει πολλά, τώρα που είδε ότι πετά, και θα πεθάνει πέφτοντας απ’ το βάρος των θησαυρών.
Το τελευταίο “δώρο”, ακριβώς πριν τη δω τελευταία φορά ήταν το: «Πέρα από τον Ορίζοντα», για το οποίο είμαι και πιο περήφανος απ’ όλα. (ακολουθεί απόσπασμα του ποιήματος)
Βγήκαμε από την πόρτα, με ηρεμία και γαλήνη μέσα μας.
Προχωρήσαμε, περάσαμε τον δρόμο και, παρά τη φασαρία του, καθίσαμε στο παγκάκι, εκεί πάνω στο ακρογιάλι.
Εδώ και εκεί κοιτάζοντας -από κοινού- το απέραντο γαλάζιο του ουρανού που ελευθερία χαρίζει στα πουλιά.
Εκεί που αυτό το γαλάζιο ελεύθερο περιβάλλον ενώνεται με το έντονο μυστήριο γαλάζιο της θάλασσας, όπου οι κάτοικοι της ελεύθερα τη μοιράζονται με τους κατοίκους των άλλων έξι θαλασσών.
Το παρόν κείμενο υπογράφει ο Δημήτρης Λάμπρου, δημιουργός της ποιητικής συλλογής “Μπλε Ποιήματα“.