Η αρχική έμπνευση για το βιβλίο
Ξεκίνησα να γράφω την «Αγνή Διαδήλωση» το 2016. Μόνο που δεν είχα ονομάσει έτσι το μυθιστόρημα αρχικώς. Αλλά ούτε το έργο προοριζόταν να γίνει μυθιστόρημα αρχικώς: Αποφασίζοντας να πάρω μέρος σε ένα διαγωνισμό διηγήματος κάποιου μικρού οίκου με γενικό θέμα «Επιστροφές», σκέφτηκα να γράψω μια ιστορία με πρωταγωνιστή έναν τρανς άνδρα που, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, επισκέπτεται το πατρικό του έπειτα από πολύχρονη ρήξη με τον πουριτανό πατέρα του. Το διήγημα θα τιτλοφορούνταν «Σαν άντρας προς άντρα». Εκείνο το διάστημα, μόλις είχα επανασυνδεθεί και ανανεώσει τη φιλία μου με έναν παλιό μου συμμαθητή, ύστερα από χρόνια.
Στην τρίτη λυκείου, 17 ετών, τον έλεγαν Σωτηρία, και το 2016, 42 ετών, τον έλεγαν πια Σωτήρη.
Από τη δεύτερη κιόλας σελίδα του διηγήματος, αναδύθηκε ως εμπόδιο η δυσφορία της μυθιστοριογράφου έναντι της μικρής φόρμας. Εμείς οι πεζογράφοι της μεγάλης φόρμας, όταν συνθέτουμε βρισκόμαστε πάντοτε υπό την επήρεια της εμμονής μας για καθολικότητα, με αποτέλεσμα να χάνουμε τον ενθουσιασμό μας για το μονοαξονικό διήγημα που γράφουμε: έμεινε ημιτελές και δεν εστάλη ποτέ στο διαγωνισμό. Όχι, δεν προτίθεμαι να μιλήσω για τα χαρακτηριστικά των λογοτεχνικών ειδών, ούτε για τα κρiτήρια σύμφωνα με τα οποία αυτά διαφοροποιούνται μεταξύ τους. Θέλω όμως να μιλήσω για έναν άλλο κατακερματισμό. Αυτόν της προσωπικότητας του ατόμου σε ιδιότητες, ταυτότητες, χώρους του ανήκειν.
Οι κοινωνικές ταμπέλες και η υποκρισία
Για την αποφυγή παραπλάνησης ας ξεκαθαρίσω κάτι πρώτα. Δεν θέλω να κάνω πολεμική ενάντια στις «κοινωνικές». Δεν ανήκω σε αυτούς που περιφρονούν ελαφρά τη καρδία την ανάγκη των ανθρώπων να αγωνίζονται για την εδραίωση των ευαίσθητων ταυτοτήτων τους μέσα σε μία κοινωνία ακόμη εχθρική. Όσοι μιλούν απαξιωτικά για τις κοινωνικές ταμπέλες, κατά κανόνα είναι αυτοί που φέρουν φαρδιά πλατιά στο στήθος τους την αόρατη μα αστραφτερή ταμπέλα του προνομιούχου.
Όμως, όσο και αν σε ένα πολιτικό επίπεδο η υπεράσπιση στις κοινωνικές ταμπέλες (ανάπηρος, λεσβία, μαύρη, ψυχασθενής, μετανάστης, προσφύγισσα, υπέρβαρος κ.λπ.) κρίνεται απαραίτητη, αυτό που θέλησα να κάνω στην «Αγνή Διαδήλωση» ήταν η παρουσίαση ενός βαθύτερου οράματος που διαμορφώνεται σε ένα λεπτότερο πεδίο εννοιολόγησης του συνολικού εαυτού: στόχος μου υπήρξε η επαναφορά της ψυχής στο υπαρξιακό σημείο πριν από τη συγκρότηση των ταυτοτήτων, των ταμπελών, των ιδεολογιών και των γνωρισμάτων μας. Μιλώ για το πρόταγμα να ανακαλέσουμε τον αρχικό τρόπο συγκρότησης ταυτότητας, τον τότε ανήλικο, δικό μας τρόπο, και να τον αντιπαραθέσουμε απέναντι στο ενήλικό μας σήμερα.
Την ταυτότητά μας απέναντι από την ταυτότητά τους. Γιατί ακόμη και ο όρος λεσβία, είναι δικός τους. Δεν είναι δικός μου. Γιατί η γλώσσα ήταν και παραμένει δική τους, όσα @ κι αν βάζουμε στις καταλήξεις.
Δεν είμαι φαντασμένη. Γνωρίζω πως κατά πάσα πιθανότητα χρησιμοποιώ εσφαλμένα τους μισούς όρους και έννοιες. Δεν είμαι ψυχολόγος, δεν έχω γνώσεις πολιτικής θεωρίας, δεν διακρίνομαι για τη θεωρητική μου κατάρτιση ούτε έχω ταλέντο στην παραγωγή στοχαστικού λόγου. Μόλις και μετά βίας τελείωσα το λύκειο. Αν από κάπου πηγάζει η αυτοπεποίθησή μου που με κάνει να ισχυρίζομαι ότι έγραψα ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο, είναι αυτή η μακρά μαθητεία μου στη στέρηση που με δίδαξε να χτίζω θετικά οικοδομήματα με αρνητικά δομικά υλικά. Αν μάλιστα παρατηρήσατε, βασίζω την επιχειρηματολογία μου περισσότερο στα «δεν» παρά σε μία θετική διατύπωση. Αυτός ο τύπος λόγου δεν (χα!) συνιστά παρά τον κοινό τόπο των απανταχού αμυνόμενων.
Η αίσθηση του ανήκειν
Οι «Λυκάνθρωποι» αμύνονται. Οι ήρωές μου, που τους κόλλησαν άλλοι το παρατσούκλι αυτό, αμύνονται· από την εφηβεία τους μέχρι σήμερα, από τον καιρό του διασκορπισμού τους μέχρι τη στιγμή της επανασύνδεσης και της επανασύστασης της συντροφιάς τους. Τυπικά, ως έφηβοι, όλοι έχουνε μία ταυτότητα, όλοι ανήκουν κάπου: ο Μιχάλης στους αλητάμπουρες, η Καλλιόπη στη βία, η Ρένα-Ρόρυ στους ΛΟΑΤΚΙ, η Μάρα στη σιωπηλή παρατήρηση, ο Βασίλης στον ιδεαλισμό, η Άννα στο λαμπρά προεικονιζόμενο μέλλον της επιστήμονα. Μόνο που στην πραγματικότητα, αυτοί έχουνε άλλη αντίληψη των πραγμάτων. Δεν ανήκουν σε καμία κοινότητα. Ανήκουν ο ένας στον άλλο.
Τις σιγουριές. Τις σιγουριές που πηγάζουν από την ένταξή μας σε κάποια από τις αναγνωρίσιμες κοινότητες και ταυτότητες. Δεν με πείθει η σιγουριά της λεσβιακής κοινότητας ότι είμαστε πιο ευαίσθητες. Δεν πείθομαι από την Αριστερά ότι μια μέρα η Γη θα γίνει κόκκινη. Δεν με πείθει η φεμινιστική θεωρία ότι κατέχει όλες τις ερμηνείες. Δεν πιστεύω στο τρανς βίωμα ως το πλέον επαναστατικό. Δεν υιοθετώ το αφήγημα των περήφανων προλετάριων αν και ούσα εργάτρια. Ακόμα λιγότερο πιστεύω στην ιερότητα των καλλιτεχνών και της τέχνης.
Μαζί με τους Λυκανθρώπους
Όταν με ρωτούν για τις κοινωνικές ταμπέλες και για θέματα ταυτότητας, εγώ απαντώ αβίαστα: ναι, είμαι λεσβία, εννοείται ψηφίζω και είμαι αριστερή, φυσικά και είμαι τρανσφεμινίστρια, ναι είμαι λαντζιέρα και καλά κάνω, ναι, ορκίζομαι στους Cure, τον Neil Young και τον Ρομπέρτο Μπολάνιο. Δεν λέω ψέματα στον κόσμο. Δεν αισθάνομαι απατεώνας. Μόνο που μέσα μου, ψιθυρίζω ταυτόχρονα: ορκίζομαι και πιστεύω μονάχα στους Λυκανθρώπους μου. Δεν εννοώ ότι πιστεύω στην τέχνη μου, το λογοτεχνικό μου ταλέντο ή ότι προσβλέπω σε αποκόμιση κέρδους από το βιβλίο μου. Εννοώ κυριολεκτικά και αυτούς καθαυτούς τους Λυκανθρώπους. Κι ας μην υπήρξανε ποτέ αυτοί στη ζωή μου, ας είναι ολότελα μυθοπλασία. Εγώ εντοπίζω τον πυρήνα της ταυτότητάς μου εκεί. Πρέπει όλοι να χτίσουμε μέσα μας μια κρυφή παράλληλη ταυτότητα και να την τιμούμε. Είναι μια πράξη αντίστασης, κι ας μην της φαίνεται.
Βρες το βιβλίο που ψάχνεις από τις Εκδόσεις Πηγή εδώ