Άρθρα - απόψεις

Ο δημοτικιστής Γιάννης Ψυχάρης και η εδραίωση της νεοελληνικής γλώσσας

Ο δημοτικιστής Γιάννης Ψυχάρης

και η εδραίωση της νεοελληνικής γλώσσας

 

«Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο.

Να πολεμά κανείς για την πατρίδα του

ή για την εθνική τη γλώσσα, ένας είναι ο αγώνας.

Πάντα αμύνεται περί πάτρης».

Γιάννης Ψυχάρης, Το ταξίδι μου

 

Το γλωσσικό ζήτημα είναι ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα που ταλαιπωρεί την ελληνική κοινωνία και δημιουργεί γλωσσικές και κοινωνικές αντιπαλότητες και διαμάχες, που η απαρχή τους τοποθετείται χρονικά στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.

Ο Νικόλαος Σοφιανός, λόγιος του 16ου αιώνα, συντάσσει την Εισαγωγή στη Γραμματική σε δημοτική γλώσσα. Το παράδειγμά του ακολουθούν τόσο ο Κρητικός λόγιος Φραγκίσκος Σκούφος (1644-1697) όσο και ο Ηλίας Μηνιάτης (1669-1714), που ασχολήθηκαν με την τέχνη της ρητορικής.

Ο συγγραφέας Δημήτριος Καταρτζής (1730-1807), ο εθνομάρτυρας Ρήγας Βελεστινλής (1757-1798), ο ποιητής και πεζογράφος Γιάννης Βηλαράς (1771-1823), ο ποιητής Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847), αλλά και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός (1798-1857), μαζί με όλους τους εκπροσώπους της Επτανησιακής Σχολής –με εξαίρεση τον Ανδρέα Κάλβο–, μας παραδίδουν τα έργα τους στη δημοτική γλώσσα, τη γνήσια γλώσσα του απλού λαού.

Υπάρχει, όμως, και ο αντίποδας· η εμμονή στη χρήση της αρχαΐζουσας από τους δασκάλους του γένους, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806) και ο Νεόφυτος Δούκας (1760-1845).

Διαποτισμένος από τις ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833) προτείνει μια μέση λύση: τη χρήση μιας γλώσσας που θα έχει υποστεί κάθαρση από τα ξένα στοιχεία. Είναι ο εμπνευστής, με καλές προθέσεις, της καθαρεύουσας, που πιστεύει ότι θα μας απαλλάξει από τις γλωσσικές διαμάχες και θα δώσει στον λαό μια γλώσσα αντάξια των νοημάτων που καλείται να αποτυπώσει, κυρίως στον γραπτό λόγο. Δυστυχώς, η εφαρμογή αυτής της άποψης στην πράξη, αντί να δώσει λύση στο πρόβλημα, επιδεινώνει την ήδη έντονη γλωσσική διχογνωμία, οξύνοντας παράλληλα και τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις.

Η ελληνική γλώσσα, όμως, είναι όμοια με ένα ορμητικό ποτάμι που διασχίζει επί χιλιετίες τον τόπο μας, συμπαρασύρει και ενσωματώνει και άλλους ζωντανούς οργανισμούς στο διάβα του ή τους αποβάλλει και τους εγκαταλείπει ως νεκρά απομεινάρια στις όχθες του. Η ελληνική γλώσσα, αλλά και κάθε γλώσσα, δεν μπορεί να υπάρξει και να εξελιχθεί σε συνθήκες αναχρονισμού, στατικότητας ή τεχνητών κατασκευασμάτων. Η ελληνική γλώσσα είναι σώμα παλλόμενο, που αφουγκράζεται τον παλμό όσων τη μιλούν και συμβαδίζει με τις πραγματικές ανάγκες όσων θέλουν να τη χρησιμοποιούν.

Ο γλωσσολόγος Γιάννης Ψυχάρης (1854-1929) είναι ο πρωτοπόρος δάσκαλος για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας ως επίσημης διατύπωσης προφορικού και γραπτού λόγου στο ελληνικό κράτος. Η αγάπη του για τη δημοτική, τη γλώσσα του λαού, αποτυπώνεται με βαθιά επιστημονική γνώση μέσα από την πληθώρα των έργων του. Ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και δοκίμια, εκτός από τη λογοτεχνική τους αξία, εμφανίζουν για πρώτη φορά τους γραπτούς κανόνες της δημοτικής γλώσσας.

Ο Ψυχάρης είναι ο χειμαρρώδης δάσκαλος που, με κάθε μέσο που διαθέτει στο γνωστικό του οπλοστάσιο, έρχεται αντιμέτωπος με την καθαρεύουσα και τους κάθε λογής υποστηρικτές της. Γνωρίζει ότι η καθαρεύουσα, μια τεχνητή, «εκλεπτυσμένη» μορφή της ελληνικής γλώσσας με ενσωμάτωση στοιχείων από την αρχαία ελληνική, είναι καταστροφική τόσο για την αρχαία ελληνική, όσο και για τη δημοτική γλώσσα. Επιμένει με κάθε τρόπο να αγωνίζεται για την επικράτηση της δημοτικής, που είναι άλλωστε η γνήσια μετεξέλιξη της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.

Ο Ψυχάρης είναι η ξεχωριστή φυσιογνωμία των ελληνικών γραμμάτων που συσπειρώνει τους λογοτέχνες και τους φωτισμένους δασκάλους της γενιάς του, αποκαλύπτοντας την αλήθεια για τη γλώσσα μας. Τις απόψεις του ασπάζονται οι σύγχρονοί του –ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Αργύρης Εφταλιώτης, ο Αλέξανδρος Πάλλης–, αλλά και οι νεότεροι σε ηλικία – ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Δημήτρης Γληνός, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ο Λορέντζος Μαβίλης, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Νίκος Καζαντζάκης και πολλοί άλλοι. Όλοι αυτοί καταρρίπτουν με τα έργα και τη διδασκαλία τους τον μύθο ότι η δημοτική γλώσσα δεν είναι επαρκής για τη διατύπωση υψηλών νοημάτων, όπως επιλεκτικά ισχυρίζονται οι υπέρμαχοι της καθαρεύουσας.

Ο Ψυχάρης είναι ο ασυμβίβαστος πολέμιος της καθαρεύουσας, όχι μόνο σε επίπεδο γλωσσικό, αλλά κυρίως σε επίπεδο κοινωνικού προσανατολισμού· αντιμάχεται την καθαρεύουσα επειδή ως γλωσσική μορφή είναι συνυφασμένη με την προγονολατρεία, τον λογιοτατισμό και τον μεγαλοϊδεατισμό.

Είναι ο πνευματικός καθοδηγητής των νέων λογοτεχνών και τους κατευθύνει στην κρίσιμη καμπή κυρίως του αφηγηματικού λόγου προς τις εθνικές πηγές· το ελληνικό χωριό, τη θάλασσα, τη ζωή της υπαίθρου και την ιστορία του τόπου μας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η μεταγραφή της Οδύσσειας του Ομήρου από τον Αργύρη Εφταλιώτη θεωρείται η καλύτερη απόδοση του ομηρικού έπους στη δημοτική γλώσσα. Δυστυχώς, δεν πρόλαβε να μεταγράψει τις τρεις τελευταίες ραψωδίες, ώστε να έχουμε σήμερα το έργο ολόκληρο. Επιπλέον, ως πρωτοποριακή θεωρείται και η κίνηση του Αλέξανδρου Πάλλη να μεταγράψει στη δημοτική γλώσσα τα Ευαγγέλια, με χρηματοδότηση της τότε βασίλισσας Όλγας, που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Ακρόπολις» σε συνέχειες.

Παράλληλα, στο πλευρό των δημοτικιστών βρίσκονται κατά καιρούς και πολιτικοί, όπως ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ο Ίων Δραγούμης, ο Αλέξανδρος Διομήδης, ο Γεώργιος Καφαντάρης και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Ορόσημο, όμως, για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας είναι η χρήση του μυθιστορήματος Τα ψηλά βουνά (1918) του Ζαχαρία Παπαντωνίου ως αναγνωστικού για τους μαθητές της Γ’ Δημοτικού, στα πλαίσια της Γλωσσοεκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης του 1917 από την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Ωστόσο, ο αγώνας για την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γραπτής γλώσσας του ελληνικού κράτους έχει δοθεί με αιματηρές μάχες ανάμεσα στους «μαλλιαρούς» (όπως χαρακτηρίστηκαν από τους αντιπάλους τους οι δημοτικιστές) και τους «γλωσσαμύντορες» (όπως χαρακτηρίστηκαν από τους αντιπάλους τους οι υπέρμαχοι της καθαρεύουσας).

Τα Ευαγγελικά είναι αιματηρά επεισόδια που έγιναν στις 8 Νοεμβρίου 1901 στην Αθήνα ανάμεσα στα αντίπαλα γλωσσικά στρατόπεδα με αφορμή τη δημοσίευση των Ευαγγελίων στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη.

Από τις 6 μέχρι τις 9 Νοεμβρίου 1903 ξέσπασαν πάλι αιματηρά επεισόδια, που έμειναν στην ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος με την ονομασία Ορεστειακά. Αφορμή αυτή τη φορά υπήρξε η πρεμιέρα της Ορέστειας στο τότε Βασιλικό Θέατρο, μεταγραμμένη στη δημοτική από τον Γεώργιο Σωτηριάδη. Υποκινητής των επεισοδίων υπήρξε ο Γεώργιος Μιστριώτης, καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Η διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας και η θρησκοληψία υπήρξαν οι δύο σημαντικοί παράγοντες που οδήγησαν στο κλείσιμο του Ανώτερου Παρθεναγωγείου Βόλου το 1911 και στη δικαστική δίωξη του Αλέξανδρου Δελμούζου μαζί με είκοσι τρία ακόμα άτομα, την παραπομπή σε δίκη δώδεκα ατόμων, τη διεξαγωγή της δίκης από τις 16 μέχρι τις 28 Απριλίου 1914 στο Ναύπλιο και την τελική αθώωση όλων των κατηγορουμένων.

Αν και τα εκφραστικά μέσα και η γλώσσα που χρησιμοποιεί κάθε λογοτέχνης για να επικοινωνήσει το έργο του στο αναγνωστικό κοινό αποτελούν προσωπική του επιλογή και απόφαση, το γλωσσικό μας ζήτημα θεωρήθηκε ότι πρέπει να λυθεί με νομοθετικά διατάγματα. Έτσι, φτάσαμε στην καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας με τις γλωσσικές και εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του 1976 και την καθιέρωση και του μονοτονικού συστήματος το 1982. Ασφαλώς, κανένας δεν μπορεί να θεωρεί ότι η ομιλία και η γραφή μιας ζωντανής γλώσσας επιβάλλεται με νόμους.

Στο μεσοδιάστημα, όμως, από την ανάπτυξη του κινήματος του δημοτικισμού μέχρι και σήμερα έχουν μεσολαβήσει δεκαετίες, κατά τις οποίες γράφτηκαν σημαντικά λογοτεχνικά έργα με αρχαϊσμούς ή σε γλώσσα καθαρεύουσα, σε γλώσσα μεικτή (αφήγηση σε καθαρεύουσα και διάλογοι σε δημοτική), αλλά και έργα με στοιχεία ακραίου δημοτικισμού. Και αυτά τα έργα, ξεκινώντας από τη γενιά του 1880, τη γενιά που καθιέρωσε την ελληνική ηθογραφία και αποτελεί το ριζικό σύστημα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, είναι αδιανόητο να πνίγονται στη σκόνη των βιβλιοθηκών και να μην είναι και σήμερα προσιτά στο ευρύ αναγνωστικό κοινό εξαιτίας του γλωσσικού τους ιδιώματος.

Η γλώσσα γραφής και η ιδιωματική εκφορά του λόγου των κλασικών Ελλήνων συγγραφέων, όπως του Βιζυηνού, του Βικέλα, του Δαμβέργη, του Κονδυλάκη, του Μητσάκη, του Μωραϊτίδη, του Παπαδιαμάντη, του Ροΐδη και τόσων άλλων αξιόλογων λογοτεχνών, είναι για την εποχή μας δυσανάγνωστη και δυσνόητη. Είναι, επομένως, δύσκολη η προσέγγιση των κειμένων από τους αναγνώστες του 21ου αιώνα, αφού αυτά έχουν γραφτεί σε μια γλωσσική μορφή με την οποία οι σύγχρονοι αναγνώστες δεν έχουν ποτέ έρθει σε επαφή. Όμως, η ιδεολογία και τα νοήματα που προκύπτουν μέσα από τα πεζογραφήματα αυτών των λογοτεχνών παραμένουν και σήμερα επίκαιρα με διαχρονική αξία. Εξάλλου, η προσφορά των κλασικών Ελλήνων συγγραφέων δεν περιορίζεται στα στενά όρια της γλωσσικής τους ιδιομορφίας· αντίθετα, η λογοτεχνική τους οντότητα διαθέτει πολύ μεγαλύτερο εύρος και βάθος, ώστε να μπορεί ακόμη να προσφέρει ευεργετικά ερεθίσματα στους αναγνώστες.

Αυτός είναι ο βασικός στόχος των βιβλίων που απαρτίζουν την παρούσα έκδοση. Η μεταγραφή των αφηγημάτων στη ζωντανή, κοινή νεοελληνική γλώσσα αποτελεί επιτακτική ανάγκη για την πλήρη κατανόησή τους και τη διασπορά τους στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, χωρίς ηλικιακούς περιορισμούς. Με σεβασμό στο ύφος του πρωτότυπου κειμένου, με απαραίτητες ερμηνευτικές και πραγματολογικές υποσημειώσεις, επιχειρούμε να αποκτήσει ο αναγνώστης πρόσβαση στα αριστουργήματα της κλασικής ελληνικής λογοτεχνίας, να έρθει σε άμεση επαφή με τη λογοτεχνική μας κληρονομιά και να την αγαπήσει, να διευρύνει τους αναγνωστικούς του ορίζοντες και να αισθανθεί χωρίς προσκόμματα την αναγνωστική ηδονή.

Δημήτρης Φιλελές

Η Φόνισσα

book
13.00 11.70

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *