Η Γέννηση μιας Κλασικής Φωνής στη Λογοτεχνία Τρόμου: Ο Algernon Blackwood και “Το Άδειο Σπίτι“
γράφει ο Ryan Harvey για το Βlackgate | μετάφραση: εκδόσεις Πηγή
Θα ευχόμουν “Χαρούμενο Halloween”, αλλά μέχρι να διαβάσετε αυτό το άρθρο, πιθανότατα θα έχει ήδη φτάσει η “Ημέρα των Πάντων”, γνωστή και ως «Η Έναρξη του Μήνα Συγγραφής Μυθιστορήματος». Ας είναι λοιπόν: Χαρούμενο Halloween!
Με αυτή την αφορμή, στρέφομαι στον αγαπημένο μου συγγραφέα στη λογοτεχνία τρόμου και συγκεκριμένα στο είδος των «αλλόκοτων ιστοριών»: τον Algernon Blackwood. Έχω γράψει ξανά για τον Blackwood, όταν ανέλυσα την πιο ασυνήθιστη συλλογή φανταστικών ιστοριών του, με τίτλο “Incredible Adventures”. Αυτή τη φορά, θα γυρίσω τον χρόνο πίσω σε μία από τις πρώτες του αυθεντικές συλλογές, έναν τόμο που είναι πιο συμβατικός, αλλά εξακολουθεί να κρύβει εξαιρετικά διαμαντάκια.
Ο Blackwood πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία του υπερφυσικού και τη λογοτεχνία τρόμου με τη συλλογή “Το Άδειο Σπίτι και Άλλες Ιστορίες Φαντασμάτων”, το 1906 (κυκλοφορεί για πρώτη φορά σε ελληνική μετάφραση από τις εκδόσεις Πηγή)
Αν και ο όρος “ιστορίες φαντασμάτων” τον καταδίωκε καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, μεγάλο μέρος του κορυφαίου υπερφυσικού έργου του είχε ελάχιστη σχέση με φαντάσματα και “ανήσυχες ψυχές”.
Το “Άδειο Σπίτι” αποτελεί την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα: σε αυτό το πρώιμο στάδιο της συγγραφικής του πορείας, ο Blackwood ενδιαφερόταν για τις κλασικές ιστορίες φαντασμάτων, αλλά έδειχνε ήδη τάσεις απομάκρυνσης από το ύφος του M. R. James, το οποίο ήταν δημοφιλές την εποχή εκείνη. Τα κλασικά του έργα “Το Γουέντιγκο” και “Οι Ιτιές” ήταν απλώς μία ακόμα στροφή στον χειμαρρώδη ποταμό της αφήγησής του.
Το βιβλίο περιλαμβάνει έναν επαναλαμβανόμενο κεντρικό χαρακτήρα με το όνομα Τζιμ Σόρτχαουζ. Εμφανίζεται σε τέσσερις από τις ιστορίες, ωστόσο η συμπεριφορά του παρουσιάζει ορισμένες ασυνέπειες. Στις περισσότερες εμφανίσεις του, είναι ένας συνηθισμένος νεαρός άνδρας που αποτελεί μαγνήτη για το αλλόκοτο: «Ορισμένα περιστατικά, σημαντικά και μη, από τη ζωή του Τζιμ δεν θα είχαν φτάσει ποτέ να αναφερθούν εδώ, όμως το γεγονός ότι κατάφερνε να μπλέκει και να ξεμπλέκει, τον οδηγούσε σε καταστάσεις ιδιότυπων περιστάσεων και παράξενων συμβάντων. Προσέλκυε περίεργες περιπέτειες τόσο φυσικά όσο το κρέας προσελκύει τις μύγες και η μαρμελάδα τις σφήκες» (μετάφραση: Άννα Βάντη).
Ωστόσο, σε μία από τις ιστορίες της συλλογής, ο Σόρτχαουζ εμφανίζεται ως η φιγούρα του «Σοφού Άνδρα», ίσως ως αποτέλεσμα της ωρίμανσής του μέσα από τόσες παράδοξες εμπειρίες. Αυτός, ο πιο ώριμος Σόρτχαουζ, εμφανίζεται στην ιστορία με τίτλο “Με Πρόθεση Κλοπής”, ίσως το πιο δυνατό διήγημα του βιβλίου. Ο Σόρτχαουζ προσκαλεί έναν αφηγητή, του οποίου το όνομα δεν αποκαλύπτεται, να περάσουν τη νύχτα σε έναν αχυρώνα που κάποτε υπήρξε το κέντρο δραστηριοτήτων ενός σκοτεινού μάγου. Το κακόβουλο πνεύμα του μάγου εξακολουθεί να παραμονεύει εκεί, με την «πρόθεση να κλέψει» όποιον τολμήσει να διανυκτερεύσει στον αχυρώνα. Ο αφηγητής βιώνει την πλήρη επίδραση αυτής της διαρκούς παρουσίας — και, προς έκπληξη τόσο τη δική του όσο και του αναγνώστη, ο Σόρτχαουζ δεν είναι τελικά ο αλύγιστος χαρακτήρας που φαίνεται να είναι. Έτσι ο Blackwood δοκιμάζει τα όρια των κλασικών ιστοριών φαντασμάτων και αποκαλύπτει ένα κομμάτι της δημιουργικής του δύναμης, την οποία θα εκφράσει πλήρως στην επόμενη συλλογή του.
Οι υπόλοιπες εμφανίσεις του Τζιμ Σόρτχαουζ περιλαμβάνονται στις ιστορίες “Μια Υπόθεση Υποκλοπής”, “Οι Παράξενες Περιπέτειες Ενός Γραμματέα στη Νέα Υόρκη” και φυσικά στη βασική ιστορία της συλλογής, “Το Άδειο Σπίτι”.
Algernon Blackwood: Ένας ξεχωριστός εκπρόσωπος για λογοτεχνία τρόμου
Το “Άδειο Σπίτι” είναι το πιο συχνά ανθολογημένο διήγημα του, και δικαιολογημένα, καθώς αποτελεί αρχέτυπο για τις ιστορίες στοιχειωμένων σπιτιών: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο έρημο σε ό,τι αφορά τις ανθρώπινες κατοικίες από ένα σπίτι χωρίς έπιπλα, αμυδρά φωτισμένο, σιωπηλό και εγκαταλελειμμένο, και όμως γεμάτο από φήμες που μιλούν για κακό και βίαιο παρελθόν.» (μετάφραση, Άννα Βάντη).
Ο Blackwood παρουσιάζει την έννοια του genius loci (η φράση αυτή εκφράζει την αίσθηση του τόπου, δηλαδή το πώς μια τοποθεσία μπορεί να έχει δική της “προσωπικότητα” και να επηρεάζει τις αφηγήσεις ή τα έργα τέχνης), το κτήριο ως «ψυχική μπαταρία» που αποθηκεύει το κακό—μια ιδέα παρόμοια με την περιγραφή του ξενοδοχείου Overlook από τον Stephen King στη “Λάμψη”.
Στο πλαίσιο του είδους του, “Το Άδειο Σπίτι” δεν προσφέρει κάτι ιδιαίτερα πρωτοποριακό: ο Σόρτχαουζ και η θεία του, Τζούλια, επισκέπτονται ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, το οποίο έχει διώξει όλους τους προηγούμενους ενοίκους του. Οι δύο παράνομοι επισκέπτες ανακαλύπτουν ότι η φήμη του σπιτιού είναι δικαιολογημένη. Η ικανότητα του συγγραφέα να χρησιμοποιεί το μυστηριώδες για να προκαλέσει τρόμο είναι ήδη εμφανής: ο Σόρτχαουζ και η θεία του βλέπουν αμυδρά κάποια ανθρώπινα φαντάσματα, αλλά ο φόβος προέρχεται από τις εσωτερικές τους αισθήσεις. Η πιο αξιοσημείωτη στιγμή—που προμηνύει τον «μεταμορφωτικό τρόμο» και τη φαντασία που θα αναπτύξει αργότερα ο συγγραφέας στη δική του, ιδιαίτερη, λογοτεχνία τρόμου—είναι η ξαφνική αντίληψη του Σόρτχαουζ για μια σωματική αλλαγή στη θεία του, που ισορροπεί ανάμεσα στο δέος και τον τρόμο.
Η ιστορία “Μια Υπόθεση Υποκλοπής” θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απλώς καλή σε σχέση με την υπόλοιπη συλλογή, τοποθετώντας τον κακόμοιρο Τζιμ Σόρτχαουζ σε μια στοιχειωμένη πανσιόν της Νέας Υόρκης. Ο Blackwood άντλησε έμπνευση από την προσωπική του εμπειρία ως ρεπόρτερ στη Νέα Υόρκη, προσδίδοντας έναν κωμικό τόνο σε αυτό το κατά τα άλλα τυπικό διήγημα του.
Αντίθετα, η εκτενής ιστορία “Οι Παράξενες Περιπέτειες Ενός Γραμματέα στη Νέα Υόρκη” είναι ένα αφήγημα τόσο αλλόκοτο που δύσκολα μπορεί να ταξινομηθεί ως ιστορία τρόμου. Συνδυάζει το σασπένς με απολύτως αινιγματικά και κατά στιγμές γκροτέσκα στοιχεία. Ο Σόρτχαουζ εργάζεται πλέον ως γραμματέας του κυρίου Σάιντμποθαμ, ο οποίος τον στέλνει για μια αποστολή στον κύριο Γκάρβεϊ, έναν πρώην συνεργάτη του. Η φύση της αποστολής είναι ιδιαίτερη—με μια υπόνοια ότι ο Γκάρβεϊ εκβιάζει τον παλιό του συνέταιρο—και ο Σόρτχαουζ σκοπεύει να την ολοκληρώσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ωστόσο, τα πράγματα περιπλέκονται: ο Γκάρβεϊ ζει σε ένα ζοφερό αρχοντικό με έναν ανατριχιαστικό οικονόμο και, όπως αποκαλύπτεται, έχει… ιδιαίτερα ζωώδεις συνήθειες. Ο Τζιμ Σόρτχαουζ παγιδεύεται μέσα στη φρικτή έπαυλη για όλη τη νύχτα, αναμένοντας την φρίκη που μέσα σε όλη αυτή την παραφροσύνη, μοιάζει αναπόφευκτη.
Δυστυχώς, πολλά από τα θετικά στοιχεία της ιστορίας υπονομεύονται από το αψυχολόγητο της τέλος που δεν εξηγεί σχεδόν τίποτα. Γεγονός που αποδεικνύει την μαεστρία του Blackwood στο να ενεργοποιεί πλήρως τις αισθήσεις του αναγνώστη, κάνοντας τον να θέλει κι άλλο!
Όσον αφορά τις ιστορίες που δεν περιλαμβάνουν τον Σόρτχαουζ, η καλύτερη είναι το “Στοιχειωμένο Νησί”, που αξιοποιεί ένα απομονωμένο φυσικό περιβάλλον, στο οποίο παραπέμπει στα μετέπειτα έργα του Blackwood “Το Γουέντιγκο” και “Οι Ιτιές”. Ο αφηγητής της ιστορίας μετακομίζει σε μια απομονωμένη καλύβα σε ένα νησί σε μια καναδέζικη λίμνη, προκειμένου να προετοιμαστεί για τις εξετάσεις του στη νομική. Σύντομα αρχίζει να αισθάνεται ανήσυχος για ένα συγκεκριμένο δωμάτιο μέσα στην καλύβα. Έπειτα, βλέπει Ινδιάνους μέσα σε ένα κανό να περιπλέουν το νησί.
Η κλιμάκωση της έντασης είναι εξαιρετική, και η τελική ανατροπή προσφέρει ένα δυνατό σοκ στον αναγνώστη, όμως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ιστορίας είναι η έμφαση που δίνεται στον ψυχικό κίνδυνο αντί του σωματικού. Αυτή είναι μία από τις σημαντικότερες συνεισφορές του Blackwood στο είδος των αλλόκοτων ιστοριών: η διάχυση των ορίων μεταξύ ψυχισμού και πραγματικότητας.
Λογοτεχνία Τρόμου που μένει ανεξίτηλη στη μνήμη
Οι ιστορίες “Τηρώντας την Υπόσχεσή του” και “Σμιθ: Ένα Περιστατικό στο Πανδοχείο” διαδραματίζονται και οι δύο στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Η πρώτη είναι μια απλή αλλά πλήρως λειτουργική ιστορία φαντασμάτων, ενώ η δεύτερη επικεντρώνεται στην πράξη της διήγησης ιστοριών φαντασμάτων. Η αφήγηση είναι κάπως ουδέτερη, αλλά η χρήση καμπαλιστικών στοιχείων την καθιστά συναρπαστική.
Οι πανθεϊστικές τάσεις του Blackwood αναδύονται εμβληματικά στο διήγημα “Το Δάσος των Νεκρών”. Ο τίτλος προκαλεί ρίγος, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν μύθο που μιλά για τους “ήρεμους και ευγενικούς” νεκρούς. Σε αυτό το αφήγημα η ομορφιά θριαμβεύει έναντι του φόβου και είναι κάπου εδώ αρχίζει να εμφανίζεται ο ατίθασος Algernon Blackwood, που θα αψηφούσε τις κλασικές κατηγοριοποιήσεις με τις φαντασιώσεις του. Η γραφή σε αυτό το διήγημα σου κόβει την ανάσα, καθώς ο πρωταγωνιστής βιώνει στιγμές έκστασης μέσα στο δάσος των νεκρών, στο οποίο τον οδηγεί ένας γέρος—που αργότερα μαθαίνουμε ότι είναι το φάντασμα του χωριού.
Τέλος, το μοναδικό έργο της συλλογής που δεν περιέχει ούτε ίχνος του υπερφυσικού είναι το “Ύποπτο Δώρο”. Ο Blackwood είχε κατά καιρούς μια ροπή προς τις ιστορίες εγκλημάτων και μυστηρίου, όπως φαίνεται αργότερα στη νουβέλα του με τίτλο “Max Hensig — Bacteriologist and Murderer”. Ωστόσο, το “Ύποπτο Δώρο” δεν φτάνει αυτό το επίπεδο τελειότητας, καθώς το φινάλε του είναι λίγο άνευρο, βασιζόμενο σε ένα κλισέ που ήταν ήδη παρωχημένο το 1906. Παρ’ όλα αυτά, η ποσότητα αίματος που περιγράφεται στην ιστορία είναι πραγματικά σοκαριστική και σε μεγάλο βαθμό αντισταθμίζει την προβλεψιμότητα του τέλους.
Το “Άδειο Σπίτι και Άλλες Ιστορίες Φαντασμάτων” είναι η ιδανική αφετηρία για τους νεοεισερχόμενους στο έργο του Algernon Blackwood και στη λογοτεχνία τρόμου.
Υπάρχει ένα φοβερό ενδιαφέρον να διαβάζει κανείς έναν τεράστιο συγγραφέα την περίοδο που βρισκόταν ακόμη σε ένα εμβρυακό στάδιο της καριέρας του.
Αυτή η συλλογή είναι must-have για όσους λατρεύουν τη λογοτεχνία και τις ιστορίες τρόμου, ενώ παράλληλα αποτυπώνει γλαφυρά από πού ξεκίνησε ο μεγάλος δεξιοτέχνης ιστοριών τρόμου. ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ!