Κάποτε σε περασμένους χρόνους σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό της Ελλάδας ζούσε σε ένα καλυβάκι μια φτωχή γριά με την εγγονή της. Φτωχιά μπορεί να ήταν μα είχε λένε μεγάλη καλοσύνη και πίστη μέσα της. Έτσι ένα βράδυ άκουσε στον ύπνο της μια φωνή να της λέει να πάει προς τη θάλασσα… Και η γριά πήγε. Και βρήκε λένε μια χρυσή, ολόχρυση χτένα. Ως και τα δοντάκια της χτένας χρυσά ήταν. Όμως εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι στο χωριό πίστευαν και έλεγαν το εξής: Όταν η θάλασσα είναι ανταριασμένη σημαίνει πως παλεύει με το διάολο και εκείνο που ξερνά δεν είναι βλογημένο…
Μα η γριά δεν σκέφτηκε στιγμή πως την χτένα την είχε στείλει ο διάβολος αλλά ο θεός που την λυπήθηκε.
«Την άλλη βδομάδα θα πάω στην πόλη να την πουλήσω. Και θα σου φέρω φαγητό και παπουτσάκια να μην κρυώνουν τα πόδια σου», έλεγε στην εγγονή της γεμάτη χαρά.
Και από στόμα σε στόμα τα νέα έφτασαν στα αφτιά όλων.
«Ο διάβολος την έστειλε την χτένα για να μας βάλει σε πειρασμό», έλεγαν κάποιοι ενώ άλλοι έλεγαν «Σαν να μου φαίνεται πιο νέα η γριά. Ο διάβολος την κατάφερε. Του πούλησε την ψυχή της για μια παλιοχτένα» και άλλες διάφορες τέτοιες κακίες.
Οι βάρκες έπλεαν μόνες και έρημες στη θάλασσα αφού οι ψαράδες ήταν όλοι μαζεμένοι στο καφενείο του χωριού και όλοι μέρα μιλούσαν για εκείνη. Από την άλλη τα παιδιά πεινασμένα γύριζαν στις αλάνες γιατί οι μανάδες τους δεν άδειαζαν από τις ρούγες.
«Μεγάλο κακό θα μας έβρει, να το δείτε. Το χτικιό παραμονεύει. Δεν θα μας βγει σε καλό που κουβάλησε τη χτένα στο χωριό».
Τα λουλούδια, οι μπαξέδες όλα μαράθηκαν, καταστράφηκαν. Σύννεφα, μόνο μαύρα σύννεφα στα πρόσωπα τους. Ούτε να κοιμηθούν…
Ώσπου τελικά… το κακό ήρθε. Από στόμα σε στόμα δεν πέρασαν μόνο τα λόγια αλλά και μια μεγάλη αρρώστια. Σαν πανδημία. Ψήνονταν όλοι στον πυρετό. Ρίγος και τρέμουλο. Ένας, ένας έπεσαν στο κρεβάτι. Ο γιατρός πήγαινε, ερχόταν μα γιατρειά δεν έβρισκε. Στο τέλος κατέληξαν πως έπρεπε να πάνε γρήγορα στο σπίτι της γριάς και να πετάξουν την χτένα γιατί εκείνη ευθύνονταν. Και έτσι, οι λιγοστοί άνθρωποι που δεν είχαν προλάβει ακόμη να μολυνθούν ξεκίνησαν για το σπίτι της γριάς με ξύλα και φτυάρια στο χέρι μη τυχόν και η γριά αντισταθεί να τους τη δώσει.
Λίγο πριν ορμήσουν μέσα στο σπίτι της έφτασε κοντά τους ένας γέροντας. Ο Νικόλας ο θεραπευτής. Ο σοφότερος άνθρωπος του χωριού. Όλοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν γιατί παρόλο που είχαν γιατρό στο χωριό τις περισσότερες φορές εκείνος τους θεράπευε με τα βοτάνια του μα και με τις συμβουλές του.
«Σταθείτε μωρέ» φώναξε «Μην μπείτε μέσα. Αφήστε θα μπω εγώ. Θα σας φέρω εγώ τη χτένα. Εσείς πάρτε αυτά τα μπουκαλάκια και τρέξτε να τα δώσετε στους δικούς σας. Είναι φάρμακο για να θεραπευτούν. Μέχρι να βγει ο ήλιος το πρωί θα έχουν γίνει όλοι καλά. Αυτό να τους πείτε».
Και πράγματι έτσι και έγινε. Και την επόμενη μέρα πήγαν όλοι στο σπίτι του για να τον ευχαριστήσουν.
«Ει κυρ Νικόλα τι ήταν αυτό που μας έδωκες; Γερό φαρμάκι, θεριά γίναμε», του είπαν.
«Κρίταμο» απάντησε εκείνος.
«Πως;;;; Και τι, μόνο με το λουλούδι της θάλασσας θεραπευτήκαμε; Μα τον Άγιο τι αρρώστια ήταν αυτή;»
«Πλεονεξία και Ζήλια» απάντησε ο γέρος. «Το σώμα σας αρρώστησε γιατί αρρώστησε η σκέψη σας. Οι κακές σκέψεις σας έφαγαν το μυαλό σαν το σαράκι που τρώει τα ξύλα. Αυτές κόντεψαν να σας πάνε στο διάβολο και όχι η χτένα της γριάς. Εγώ το μόνο που έκανα ήταν να σας ηρεμήσω»
Και με αγάπη τους συμβούλεψε όλους να γυρίσουν πίσω στις φαμίλιες τους, στα σπίτια και στις ζωές τους που είχαν ρημάξει. Τους άντρες στη θάλασσα που τόσο αγαπούσαν και τις γυναίκες στο νοικοκυριό τους και στη φροντίδα της γης.
«Εξετάστε τα πράγματα καλύτερα. Εκείνο που αρρωσταίνει τον άνθρωπο είναι οι κακές σκέψεις, ο φόβος και η ανασφάλεια. Εκείνο φέρνει και τον Θάνατο. Ενώ η Πίστη, η Ελπίδα και η Αγάπη φέρνουν στο κατώφλι σας Χαρά, Υγεία και Ζωή».
Διαβάστε το γεμάτο λαϊκούς μύθους και διηγήσεις βιβλίο της Σωτηρίας Ιωαννίδου ΄Μυθοσκορπίσματα“