Σήμερα η γυναίκα έχει κατακτήσει πολλά δικαιώματα κυρίως στον δυτικό κόσμο. Εργάζεται, αυτονομείται, ανεβαίνει στην κοινωνική ιεραρχία κατακτώντας θέσεις ευθύνης σε επιχειρήσεις, εκπαιδευτικά ιδρύματα, οργανισμούς, αλλά και στην πολιτική αρένα. Έχει αποδειχθεί ότι διαθέτει ικανότητες οργάνωσης της κοινωνίας σε βάσεις πιο αξιοκρατικές και ευεργετικές για το σύνολο των πολιτών, ικανές να εμπνεύσουν και να αναδείξουν τα πιο προοδευτικά, εργατικά και καινοτόμα μυαλά της χώρας.
Βέβαια, σε κοινωνίες αγροτικές, πιο συντηρητικές, όπου οι παραδοσιακές νόρμες εξακολουθούν να κυριαρχούν, η γυναίκα υφίσταται ακόμα σήμερα την καταπίεση, την αδικία λόγω του φύλου της, τον εγκλεισμό, στο ρόλο της συζύγου και μητέρας, χωρίς να της επιτρέπεται κανένας άλλος ρόλος εξωστρεφούς δράσης και κοινωνικής ανόδου.
Η θέση της γυναίκας στις ανδροκρατούμενες κοινωνίες του προηγούμενου αιώνα ήταν ένδειξη ενός πολιτισμού που πίστευε στις ανισότητες, αλλά και τις παρήγαγε μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα, την οικογένεια και το αξιακό σύστημα, το οποίο προπαγάνδιζε την πατριαρχία και την υποταγή της γυναίκας στις ανάγκες του άνδρα.
Ως συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων με γυναίκες ηρωίδες με απασχόλησε η θέση τους, η πορεία τους, ο ψυχισμός τους, οι συγκρούσεις τους με οτιδήποτε δεν τις βοηθούσε να εκπληρώσουν το προσωπικό τους όραμα, την αυτοπραγμάτωσή τους σ’ έναν κόσμο που εναντιωνόταν στις βαθύτερες επιθυμίες τους και κυρίως στην βασική τους ανάγκη να αυτοπροσδιορίζονται με βάση τις ιδιαιτερότητες του ψυχισμού τους.
Έτσι, οδηγήθηκαν σε έναν αγώνα άνισο μερικές φορές, κόντρα σε κοινωνικές νόρμες που τις ήθελε υποταγμένες στα θέλω ενός άνδρα, πατέρα ή συζύγου, όμως να εξελίσσονται μέσα από τον αγώνα αυτό, να ωριμάζουν, να αποκτούν αυτοπεποίθηση, να κατακτούν τον θαυμασμό των ανδρών που είτε στάθηκαν δίπλα τους, ως συνεργάτες και συνοδοιπόροι και πολέμησαν την κοινωνική αδικία, την αμάθεια, και τις δομές μιας κοινωνίας, η οποία αναπαρήγε την υποταγή και την ανελευθερία, είτε τις ερωτεύτηκαν με πάθος για τον δυναμισμό τους και την ανεξαρτησία τους.
Όλες τις προίκισα με ταλέντα και ευφυΐα, γοητεία και ικανότητες, ιδιότητες τέτοιες που δίκαια προκαλούσαν τον θαυμασμό σε όσους τις γνώριζαν. Το τέλος για κάποιες υπήρξε οδυνηρό, κάποιες έχασαν αγαπημένους ανθρώπους, άλλες την πατρίδα τους κι άλλες την οικογένειά τους.
Η Μαρία Βοναπάρτη έχασε την ευκαιρία να βιώσει τον έρωτα με πληρότητα στην αγκαλιά του νεαρού εραστή της, η Αριάδνη την ίδια την ζωή της, και η Κοραλία την μητέρα, την αδελφή της, αλλά και τη γενέθλια πόλη της, τη Σελανίκ που αγάπησε με πάθος.
Όλες τους έζησαν ζωές μισές. Κάποιες δικαιώθηκαν κατακτώντας κοινωνική αναρρίχηση, αλλά με ψυχικά τραύματα και αδικαίωτους έρωτες, εξελίχθηκαν όμως σε οδηγούς φάρους για όλες εμάς τις υπόλοιπες, που τις αγκαλιάσαμε και τις αγαπήσαμε μέσα από τις αναγνώσεις των βιβλίων.
Στο τέλος ο κάθε αναγνώστης μένει με την επίγευση ίσως μιας πίκρας για τον πόνο που γεύτηκαν όλες, καθώς υπήρξαν τα θύματα ενός κόσμου μισαλλοδοξίας και μισογυνισμού λίγο πριν το χάραμα ενός νέου αιώνα.