Βρίσκεσαι στη στάση του λεωφορείου και περιμένεις. Κανένας άλλος δεν βρίσκεται εκεί. Είναι νύχτα και βρέχει. Δυο βρόμικες λάμπες φωτίζουν το σημείο που στέκεσαι, από τις γωνίες του δρόμου στα δεξιά και στα αριστερά σου. Χειμώνας τώρα, καλή ώρα. Τα βραδινά δρομολόγια της αστικής συγκοινωνίας είναι αραιά. Ειδικά τα Σάββατα. Πιθανόν να χρειαστεί να περιμένεις για ώρα. Όμως δεν έχεις άλλη επιλογή. Κουμπώνεσαι καλύτερα ως το λαιμό για να προστατευτείς από το κρύο, τραβιέσαι λίγο πιο μέσα στο σκουριασμένο κουβούκλιο του ΟΑΣΑ και ακουμπάς την πλάτη σου στο γκράφιτι που γράφει με μισοσβησμένα γράμματα «ΖΗΣΕ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ Ή ΠΕΘΑΝΕ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΤΙ».
Η ώρα περνάει. Τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα, κυλούν βασανιστικά αργά. Βιάζεσαι να επιστρέψεις σπίτι σου, έπειτα από μία ακόμα δύσκολη μέρα. Πρέπει αυτό το ρημαδιασμένο λεωφορείο κάποια στιγμή να φτάσει. Μέχρι τότε όμως, κρύβεσαι όσο καλύτερα μπορείς κάτω από το υπόστεγο του κουβουκλίου που τρεμοπαίζει από τον μανιασμένο αέρα. Προσπαθείς να προστατευτείς από πολλά. Όχι μόνο από τον καιρό, αυτό είναι το προφανές. Τα υπόλοιπα δεν θέλεις ούτε καν να τα φαντάζεσαι.
Πιο πίσω, το σταθμαρχείο δείχνει να σε παρακολουθεί ύποπτα μέσα από τις μισοτραβηγμένες κουρτίνες των σκοτεινών του παραθύρων. Δεν έχει καθόλου φως εκεί και δεν μπορείς να διακρίνεις περισσότερα. Θαρρείς και το κτίριο γνωρίζει εκ των προτέρων ότι κάτι κακό προμηνύεται. Όμως αυτή η γνώση είναι απαγορευμένη για σένα. Αποτελεί προνόμιο μονάχα των ξεφλουδισμένων από τη χρόνια υγρασία τοίχων του και όσων βρίσκονται εκεί μέσα.
Ανθρώπων, ή μη. Δεν ξέρεις. Δεν έχεις μπει ποτέ. Μονάχα φαντάζεσαι… Και ξαφνικά, εκεί που δεν περνάει ούτε μύγα από το δρόμο, κάτι λαμπιρίζει μπροστά σου. Στο οδόστρωμα. Σαν μικρό φωτάκι. Η ματιά σου καρφώνεται στο σημείο. Μερικές σταγόνες αδρεναλίνης δραπετεύουν από τον λήθαργο της πλήξης σου και η νύχτα γίνεται λίγο πιο φωτεινή. Ελάχιστα…
Κάποια άλλη στιγμή, κάπου αλλού, πιθανότατα σε κάποια περιοχή που πριν από πάρα πολλά χρόνια κατακλυζόταν από αγρότες, τελάληδες, μπαρμπέρηδες, τροβαδούρους και ράπτες, υπάρχει ένα κάστρο. Εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στη σημερινή εποχή. Παίρνεις λοιπόν το εισιτήριο εισόδου για το κάστρο, πληρώνοντας το ανάλογο αντίτιμο, και μπαίνεις μέσα.
Στην αρχή, προτού καν έρθεις εδώ, όλο αυτό το έβλεπες σαν έναν τρόπο διαφυγής από την ανιαρή καθημερινότητά σου. Πίστευες πως ερχόμενος εδώ θα έβλεπες κάτι διαφορετικό από όσες βαρετές εικόνες σε στοίχειωναν και σε στοιχειώνουν εδώ και μέρες, δίχως να έχεις τη δυνατότητα να τις αλλάξεις. Έπειτα μπαίνεις μέσα και όλα όσα σκεφτόσουν επαληθεύονται.
Βλέπεις τα πετρόκτιστα τείχη του, περνάς ανάμεσα ή δίπλα από αυτά, προχωράς παρέα με σκιές αμφιβόλου υπόστασης, ακούς τους ψιθύρους του ανέμου που τρυπώνουν από τις χαραμάδες των τοιχίων, διασχίζεις διαδρόμους όπου κάποτε εκεί μπορεί να έστεκαν πλανόδιοι μικροπωλητές με χιτώνες και μάλλινα πέπλα, αισθάνεσαι τον καυτό ήλιο σαν έναν αδιάκριτο παρείσακτο σε αυτές τις προσωπικές σου στιγμές, όσο το δέος για τις απόκρημνες πέτρες πάνω στις οποίες στηρίζεται τούτο το πανάρχαιο κτίσμα σε προκαλεί να μη σταματήσεις την αναζήτηση…
Τι ακριβώς αναζητάς; Δεν ξέρεις. Απλά μπήκες εκεί μέσα, για τους λόγους που προανέφερα. Ουσιαστικά για να σπάσεις την πληκτική μονοτονία της ζωής σου. Τι πραγματικά αναζητάς, μολονότι αρνείσαι να το παραδεχτείς; Έναν λόγο ύπαρξης.
Ναι, δεν είναι τραβηγμένο αυτό. Υπάρχουν κάποια πράγματα, κάποια συναισθήματα, κάποιες ιδέες, για τις οποίες θα έδινες τα πάντα προκειμένου να τις ζήσεις. Δε γνωρίζεις την ακριβή τους υπόσταση. Μονάχα μια ασαφή άποψη έχεις για αυτά, σαν τις μουντές εικόνες που σου μένουν από ένα όνειρο μόλις ξυπνήσεις.
Όμως τι είναι τούτο που τα κάνει όλα αυτά τόσο απόμακρα, τόσο δύσκολο να τα βιώσουμε; Μα είναι απλό. Ήδη το ανέφερα πιο πάνω. Το γεγονός ότι για κάποιο λόγο αρνούμαστε να τα σκεφτούμε. Φοβόμαστε; Μάλλον; Αρνούμαστε να δεχθούμε τις αλλαγές; Επίσης πιθανό (προσωπικά, το θεωρώ ως πιθανότερο).
Και τότε, κάποιος σε χτυπάει στον ώμο. Εκεί, μέσα στο κάστρο. Δε βρίσκεται κανένας πίσω σου… Άντε τώρα να το πιστέψεις αυτό! Και έρχομαι στην ουσία…
Κοινός παρονομαστής όλων αυτών των καταστάσεων, τις οποίες όλοι μας λίγο πολύ έχουμε στιγμή βιώσει της ζωής μας, είναι ένας. Η πλήξη. Η ανία. Η βαρεμάρα. Αλλά και όχι μόνο… Το άγχος της κάθε επόμενης μέρας, της κάθε επόμενης στιγμής. Του τώρα. Η θλίψη που δημιούργησαν όλα τα χθες.
Όλα αυτά, στην ουσία είναι ένα. Είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούμε, ζούσαμε και θα συνεχίσουμε να ζούμε, με κάποια ενδιάμεσα διαλείμματα μεγαλύτερης ευτυχίας ή περισσότερης δυστυχίας. Και τι είναι τούτο που λαχταράμε συνεχώς, ασχέτως αν δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει ή αν αρνούμαστε να παραδεχθούμε; Μα, φυσικά, μια δυνατή αλλαγή.
Μια αλλαγή απότομη, ένα τρανταχτό, στιγμιαίο έστω, εξοστράκισμα της ξέφρενης πορείας μας στα γήινα χρόνια, από τον υμένα της ζωντανής σφαίρας της καθημερινότητας. Μια έκρηξη. Μια δυνατή έκρηξη μέσα μας, ικανή να μας προκαλέσει να αναρωτηθούμε αν όντως άξιζε η αναμονή μας μέχρι τη διαπίστωση αυτή.
Όμως! Τι ήταν πραγματικά αυτό που έριξε λάδι στη φωτιά του ψυχικού αναβρασμού μας στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, ελέω πλήξης, βαρεμάρας, άγχους, και εργασιακής ή προσωπικής συμφόρησης; Την απάντηση μας τη δίνει ο κορυφαίος συγγραφέας τρόμου για μένα, ο H.P. Lovecraft:
«Το αρχαιότερο και βαθύτερο συναίσθημα του ανθρώπου είναι αυτό του φόβου, και ο αρχαιότερος και βαθύτερος φόβος είναι αυτός του αγνώστου».
Μια νύχτα στη στάση του λεωφορείου. Δεν είναι κάτι περίεργο. Δεν είναι ούτε η πρώτη παρόμοια που έχουμε ζήσει, ούτε και θα είναι η τελευταία. Με βροχή, έστω. Και με φόβο μπόλικο, δεν το συζητώ (έχω ζήσει κι εγώ τέτοιες, εδικά τα ξημερώματα κάποιων δύσκολων χειμώνων…)