Έπειτα έρχεται ο δυνατός άνεμος. Αναρωτιέσαι αν θα αντέξει το μεταλλικό κουβούκλιο κάτω από το οποίο έχεις την ψευδαίσθηση ότι προστατεύεσαι από τη μανία του καιρού. Συν το βουητό του αέρα, και μόλις απέκτησες έναν ακόμα αντίπαλο για τους μελλοντικούς, βραδινούς σου εφιάλτες: Τον άνεμο που κάποια μέρα μπορεί να σε αποκεφαλίσει με τη λαμαρίνα που θα αποκολληθεί από τα τοιχία της στάσης του λεωφορείου. Μέσα σε αυτά βάλε και το σταθμαρχείο πίσω σου, να ‘τος ο τρόμος!
Όπα… τι ακριβώς φοβάσαι; Δεν ξέρεις; Έλα, τώρα! Παραδέξου το! Το είπε και ο Lovecraft: Τον φόβο του αγνώστου. Τι κρύβεται εκεί μέσα, πίσω από τους τοίχους τους σταθμαρχείου; Είναι ζωντανά; Πόσα χέρια και πόδια έχουν; Γιατί οι κουρτίνες είναι ακόμα ανοιχτές; Πόσα ζευγάρια μάτια με παρακολουθούν από τα παράθυρα; Πόσοι χαίρονται όλοι αυτοί (ή αυτά…) με την κατάντια μου, καθώς παλεύω να κρατηθώ όρθιος μέσα στο δυνατό ανεμόβροχο; Πόσοι ελπίζουν για το κακό μου; Πόσοι το έχουν ήδη προβλέψει; Πόσοι θα το δουν σε λίγο;
Ένα ξαφνικό ρίγος σε διαπερνάει μπρος στην τελευταία αυτή σκέψη σου. Και μένα το ίδιο, μόλις έγραφα αυτό το σημείο. Δεν το κρύβω…
Άντε και ήρθε ο φύλακας άγγελός σου, εκείνος που κάποιοι αποδέχονται την ύπαρξή του και ορισμένοι άλλοι όχι, και σε έσωσε. Με οποιαδήποτε μορφή. Είτε σαν φάντασμα με λευκό μανδύα (σεντόνι το αποκαλούμε στους εφιάλτες), είτε σαν μια γλυκιά πνοή θερμού αέρα που έγλειψε το παγωμένο σου κορμί, είτε ακόμα και σαν το ίδιο το λεωφορείο που επιτέλους κατέφθασε και σε μάζεψε από τη στάση, και που λίγο ακόμα να αργούσε θα κατέρρεες.
Και; Τι πραγματικά άλλαξε για σένα; Η απάντηση είναι απλή: Τα πάντα για απόψε, τίποτα απολύτως για το κάθε επόμενο απόψε. Δηλαδή; Για σήμερα την έβγαλα καθαρή, για αύριο βλέπουμε. Όπα… Δηλαδή όλα αυτά που πέρασες, ήταν στην ουσία ένα… τίποτα; Ίσα να κλείσει η σημερινή μέρα; Μικρή ανάσα…
Πάμε στην άλλη περίπτωση, εκείνη με το κάστρο. Εδώ δεν χρειάζεται να μακρηγορήσω. Ξανά μια από τα ίδια; Είδαμε κάποιους τοίχους, μερικά χαλάσματα, κάτι περίεργες σκιές και ακούσαμε τον άνεμο που σφύριζε πίσω από γκρεμίσματα, απλά και μόνο για να σκοτώσουμε, ή να ακόμα και να σώσουμε, μία μέρα; Η απάντησή μου σε αυτό, έχοντας προσωπικά βιώσει αρκετές φορές αντίστοιχες καταστάσεις, είναι κατηγορηματική: ΟΧΙ. Δεν είναι αυτή η ουσία. Δεν είναι καν μια προσέγγιση της αλήθειας όλα αυτά. Το θέμα είναι να δούμε τα πράγματα όπως πραγματικά είναι, όχι όπως φαινομενικά μας παρουσιάζονται. Η βροχή στη στάση… Το σκοτάδι… Η μοναξιά στο σημείο… Ο δυνατός αέρας… Το παγωμένο κουβούκλιο… Εκείνα τα άγνωστα κάτι που κρύβονταν πίσω από τα σκοτεινά μήπως, στα παράθυρα του σταθμαρχείου… Αλλά και…
Οι σκιές που κρύβονταν πίσω σου, μέσα στο κάστρο, και που δεν ήταν άλλες από τα ίδια σου τα φοβισμένα βήματα… Οι βράχοι πάνω στους οποίους έστεκαν αγέρωχα εκείνα τα τείχη εδώ και αιώνες… Ο ήλιος που νόμιζες πως ήταν παρείσακτος, στην ουσία όμως ήταν εκείνος που καθοδηγούσε τη μοίρα σου και φώτιζε τα βήματά σου μέχρι να αποχωρήσεις από το κάστρο και να επιστρέψεις στη λήθη εκείνου που συνήθως αποκαλείς καθημερινότητα… Και τότε… Τότε φτάνεις στο αποκορύφωμα! Ένα φωτάκι στο οδόστρωμα! Ταρακουνιέσαι άσχημα. Τραντάζεται το είναι σου. Κάτι γίνεται εδώ, σκέφτεσαι.
Όμως και στην άλλη περίπτωση, με το κάστρο, όταν μια σκιά σε χτυπάει στην πλάτη. Ειδικά εκεί, αλλάζεις χρώμα από την τρομάρα σου. Τι ήταν εντέλει εκείνο το φωτάκι στο οδόστρωμα; Ένα απλό πετραδάκι που λαμπίρισε κάτω από το φως μιας αστραπής. Σιγά το περίεργο. Όμως ο οργανισμός σου δεν ήταν προετοιμασμένος να αποδεχθεί το γεγονός ως κάτι το φυσιολογικό, όπως και εντέλει ήταν. Αδημονούσε για κάτι πιο περίεργο, πιο αφύσικο, πιο παράλογο από το προφανές της υπόθεσης.
Έπειτα, ήρθε η σκιά που σε σκούντησε στο κάστρο. Γιατί μια απλή σκιά ήταν. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Ένα χάδι του ανέμου που έγλειψε τα ρούχα σου, το οποίο οι κρυμμένοι σου φόβοι διόγκωσαν επικίνδυνα. Τι έφταιγε εντέλει για αυτές τις παραισθήσεις σου; Η ανάγκη σου να τις δημιουργήσεις.
Ένα κάστρο… Μια στάση λεωφορείου… Όλη μας η ζωή σε δυο φάσεις, σε δυο στιγμιότυπα που θα μπορούσαν να επαναλαμβάνονται καθημερινά. Τι είναι όμως τούτο που προσδίδει το στοιχείο της υπερβολής σε σκηνικά τόσο φυσιολογικά, φαινομενικά; Μα, φυσικά, αυτό που προείπαμε. Για την ακρίβεια, το είπε ο άρχοντας του κοσμικού τρόμου, ο H.P. Lovecraft: Είναι φόβος του αγνώστου.
Φοβόμαστε να παραδεχτούμε τις φοβίες από τις οποίες λίγο πολύ όλοι υποφέρουμε. Φοβόμαστε να παραδεχτούμε ότι τρέμουμε στην ιδέα της κάθε αλλαγής, μην τυχόν και αυτή μας πληγώσει. Φοβόμαστε να δούμε τη ζωή με άλλο μάτι, αυτό της υγιούς αναβάθμισης της καθημερινότητάς μας. Φοβόμαστε να γυρίσουμε το βλέμμα μας πίσω και να προχωρήσουμε προς το σκοτεινό παράθυρο του κάθε ανεξερεύνητου σταθμαρχείου, αρνούμενοι προφανώς να υπομείνουμε τον δήθεν τρόμο που μας περιμένει μόλις φτάσουμε στο σημείο. Φοβόμαστε ακόμα περισσότερο να τολμήσουμε να δούμε ποια σκιά μας ακολουθεί σε κάθε κάστρο της ζωής μας. Τρέμουμε να αντικρύσουμε κατά πρόσωπο τους λαθρεπιβάτες των ονείρων μας, μην τυχόν και αυτοί είναι περισσότερο τρομακτικοί από εκείνους που μας υπαγόρευσαν οι εφιάλτες μας.
Φοβόμαστε, τρέμουμε, αρνούμαστε… Κι όλα αυτά, γιατί; Επειδή έτσι αποκτά νόημα η ζωή μας. Γιατί χωρίς αυτά θα ζούσαμε απλά… μέχρι να ξημερώσει η κάθε επόμενη μέρα. Γιατί αυτό είναι που πραγματικά επιθυμούμε, ασχέτως αν εξακολουθούμε να αρνούμαστε να το παραδεχθούμε. Μια σπιθαμή τρόμου μέσα από το μπαούλο της φαντασίας.
Όμως τι είναι ο τρόμος; Μια κατάσταση που μας ωθεί σε κάποια άκρα. Συναισθηματικά, αντοχών, ηθικά, κι όλα αυτά ελέω επίπονων αναμνήσεων, τραυματικών εμπειριών, πιθανών μελλοντικών καταστάσεων… Τι, πραγματικά, είναι ο τρόμος; Η καθημερινότητά μας.
Οκ. Μόλις αποδεχθήκαμε ότι μόνο καλό θα μας κάνει να συμβαδίσουμε με τον τρόμο και τη φαντασία (προσωπικά μου πήρε πολλά χρόνια μέχρι να το συνειδητοποιήσω). Όμως τι είναι τούτο που έχει τη δύναμη να μας κρατήσει ζωντανούς απέναντί του, σε περίπτωση που εκείνος αρχίσει να ξεφεύγει από τα στενά όρια της απλής συνύπαρξής μας μαζί του; (Ουφ… Έφτασα επιτέλους στο διά ταύτα) Κάποια καταραμένα αντικείμενα και κτίσματα. Ουπς…
Προσοχή! Όχι ό,τι κι ό,τι κτίσματα. Μονάχα αυτά που φοβάσαι μην σε πλακώσουν, μη σε ρουφήξουν, μη σε καταβροχθίσουν, μη σε δεσμεύσουν μέσα τους για πάντα, μη γίνουν η παντοτινή σου φυλακή. Ο τάφος σου. Το μαυσωλείο σου. Η κρύπτη, μέσα στην οποία θα ξεχαστεί μια για πάντα το πτώμα σου. (Τρόμος και φαντασία)
Εκτός και αν… Όχι… Εκείνο το φωτάκι στο οδόστρωμα της στάσης δεν ήταν αυτό που φοβόσουν… (Αυτό που ευχόσουν…) Ένα απλό πετραδάκι ήταν, που λαμπίρισε κάτω από το φως μιας από τις άπειρες αστραπές. Όμως εσύ το είδες σαν κάτι… Σαν… Ελπίδα; Προσμονή; Λύση για κάτι; Τελικά ήταν λίγο απ’ όλα και τίποτα απ’ όλα αυτά. Μια απλή ψευδαίσθηση ήταν, η οποία μετά από λίγο χάθηκε στη δίνη της βροχής. Όμως εσύ τι πραγματικά είδες μέσα από αυτόν τον λαμπυρισμό;
Είδες όλα όσα ευχόσουν να δεις και τότε, στο κάστρο, όταν σε χτύπησε στην πλάτη η αόρατη σκιά. Είδες μια ανύπαρκτη οντότητα, στην οποία δε χρειάζεται να προσδώσεις πραγματικά στοιχεία και χαρακτηριστικά, μιας και τούτη η αινιγματική υπόνοια υπόστασης σού αρκεί προκειμένου να δώσεις την απάντηση στο πιο ουσιώδες ερώτημα της ζωής σου: Τι είναι τούτο που σε κρατάει ζωντανό καθημερινά; Μα, φυσικά, τα βιβλία. Και τι διώχνει τους φόβους σου; Το να προκαλείς περισσότερο φόβο στην καθημερινότητά σου, από αυτόν που βιώνεις στους εφιάλτες σου.
Τα αρχαία κάστρα δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο στην ιστορία και τη λαογραφία του τόπου μας, όπως και της κάθε χώρας ανά τον κόσμο. Μέσα σε αυτά, κάποιοι έζησαν πολύ δύσκολες καταστάσεις, ως και ακραίες σε ορισμένες περιπτώσεις. Πολέμους, στερήσεις, πείνα, βασανιστήρια, άγριες επιθέσεις, αιματοχυσίες και πολλά ακόμα.
Δεν θα ήθελα να αναλωθώ σε αναφορές σε σχετικούς τόπους, καθώς είναι πολύ εύκολο να αναζητήσει και να βρει ο αναγνώστης άπειρες πληροφορίες επ’ αυτού στο διαδίκτυο. Ενδεικτικά θα πω ότι, γράφοντας όλα αυτά, είχα στο μυαλό μου δυο εγχώρια κάστρα: Το κάστρο των Ιωαννίνων και εκείνο του Ρίου, του τόπου διαμονής μου
Μόλις ο τρόμος δραπετεύσει από τα δεσμά του απλού φόβου, τότε τι κάνεις; Είσαι προετοιμασμένος για μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις της ζωής; Αν ναι, ανήκεις στους τυχερούς. Αν όχι, κανένα πρόβλημα. Έχει φτάσει η ώρα να επικαλεστείς τις θεότητες της στιγμής. Τους από μηχανής θεούς. Εκείνους που πλάθει η φαντασία σου κάθε φορά που προσπαθείς να δραπετεύσεις από όλες εκείνες τις παραμέτρους που σε επέφεραν σε αυτή την κατάσταση: Πλήξη, βαρεμάρα, άγχος. Και τότε, πίστεψέ με, ο θεός αυτός της στιγμής μπορεί να πάρει οποιαδήποτε μορφή. Για την ακρίβεια, το υποσυνείδητό σου τού την προσδίδει.
Όπως μια καταραμένη πέτρα που λαμπυρίζει στο σκοτάδι. Ή μια σκιά που σε χτυπάει δήθεν φιλικά στον ώμο. Και η κατάρα σου είναι ότι κάθε φορά θα πρέπει να τον δημιουργείς ξανά από την αρχή αυτόν τον θεό. Διαφορετικά, οι ίδιοι σου οι δαίμονες θα σε κατασπαράξουν. Κατάρα; Χμμ… Μήπως το ανάποδο;… Όλα τα παραπάνω στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο, από την πραγματική, την αληθινή, τη γνήσια λογοτεχνία φαντασίας και τρόμου. Αυτή που αγαπήσαμε μέσα από τα βιβλία και τις ταινίες και που συνεχίζουμε να λατρεύουμε και να στηρίζουμε, είτε ως αναγνώστες είτε ως συγγραφείς.