Κριτικές

Κριτική: Η παράξενη ιστορία μιας βαλίτσας

κριτική

Κριτική: Η παράξενη ιστορία μιας βαλίτσας

Την κριτική γράφει ο Στρατής Γαλανός για το νέο βιβλίο του Δημήτρη Φιλελέ «Η παράξενη ιστορία μιας βαλίτσας»

Το έργο εκτυλίσσεται στα χρόνια της δικτατορίας κάπου στην επαρχία, στον σιδηροδρομικό σταθμό ενός απομονωμένου χωριού. Έχουμε εξαρχής μία ευφυή σύλληψη του συγγραφέα, την δημιουργία δηλαδή ενός περίκλειστου μικρόκοσμου που όμως λειτουργεί σαν μικρογραφία ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας της εποχής. Σε αυτό το περίπου αυτάρκες σύμπαν, η περιρρέουσα πραγματικότητα εισβάλλει αιφνιδιαστικά με τη μορφή μιας βαλίτσας για να διαταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα. Μια μυστηριώδης βαλίτσα με άγνωστο περιεχόμενο που κάποιος, επίσης ανώνυμος επιβάτης, εγκαταλείπει στον σιδηροδρομικό σταθμό μετά από μία βλάβη που ακινητοποιεί την αμαξοστοιχία και υποχρεώνει τους επιβαίνοντες να αναζητήσουν κατάλυμα στα σπίτια των χωριανών μέχρι την επισκευή. Εύστοχο και αυτό το δεύτερο εύρημα καθώς η βαλίτσα μετατρέπεται σε εκείνο το πρωταρχικό Μακγκάφιν γύρω από το οποίο περιστρέφεται όλη η πλοκή. Διόλου τυχαία, η βαλίτσα-Μακγκάφιν στο τέλος της νουβέλας θα αποδειχθεί περίπου κενή περιεχομένου, όμως η κενότητα αυτή λειτουργεί σαν καθρέφτης, ενίοτε παραμορφωτικός, στην επιφάνεια του οποίου οι κάτοικοι του μικρού χωριού αντανακλούν τους φόβους και τις ελπίδες τους, την ανθρωπιά αλλά και την φιλαυτία τους.

Στη νουβέλα υπάρχει μία σταδιακή διαδικασία εξανθρωπισμού: στις πρώτες σελίδες οι χαρακτήρες εμφανίζονται κάπως σχηματικοί, ταυτισμένοι απόλυτα με τους κοινωνικούς ρόλους που υποδύονται. Είναι ο σταθμάρχης, ο κοινοτάρχης, ο εργοδηγός, ο παπάς, ο δάσκαλος, ο καφετζής. Ο συγγραφέας αποφεύγει ακόμη και να τους κατονομάσει πετυχαίνοντας έτσι το υψηλό επίπεδο αφαίρεσης που είναι απαραίτητο για να λειτουργήσει η σάτιρα, και εκεί πραγματικά αριστεύει καθώς αναμειγνύει ένα κωμικό στοιχείο λαϊκού χιούμορ με εκείνη την ανησυχητικά κωμικοτραγική διάσταση που συναντάμε στη λογοτεχνία του παραλόγου. Καθώς όμως το δράμα προχωρά προς τη λύση του, τα αρχικώς χάρτινα πρόσωπα της νουβέλας εξατομικεύονται, αποκτούν βάθος, σκιαγραφούνται σαν αληθινά ανθρώπινα όντα με το παρελθόν τους, τη μικρότητά τους, τις επιθυμίες τους αλλά και τις φωτεινές στιγμές τους που αντιπαρατίθενται με το ζοφερό κλίμα μιας ανελεύθερης περιόδου. Και παρόλο που τούτος ο μικρόκοσμος ανδροκρατείται, η ρωγμή που προλέγει ένα διαφορετικό μέλλον θα προέλθει τελικά από δύο γυναίκες οι οποίες με τη στάση τους θα μεταβάλουν το αρνητικό πρόσημο ενός τραγέλαφου στο θετικό μιας συνειδητής πράξης αντίστασης που δεν εκπορεύεται από τον φόβο, όπως στην περίπτωση του σταθμάρχη και του άσπονδου εχθρού του, του προέδρου του χωριού αλλά από τις αξίες της αλληλεγγύης προς τον διωκόμενο.

Το πιο σημαντικό είναι ότι όλα ετούτα τα σοβαρά και ίσως και κάπως στενάχωρα, δίνονται με τρόπο ανάλαφρο που κάνει τον αναγνώστη να μειδιά την ίδια στιγμή που προβληματίζεται· ετούτη η ισορροπία δεν είναι δα και μικρό επίτευγμα.

Περιορισμένη όπως είπα η έκταση του κειμένου και όμως χώρεσαν πολλά μέσα στην μικρή ετούτη φόρμα. Περισσεύει άραγε κάτι; Αν έπρεπε σώνει και καλά να κάνω μία και μοναδική κριτική επισήμανση, αυτή θα αφορούσε το τραγούδι με το οποίο κλείνει η νουβέλα. Ο υψηλός καταγγελτικός του τόνος έρχεται μάλλον σε αντίθεση με την υποδόρια ειρωνεία του συγγραφέα ο οποίος νομίζω ότι δεν χρειαζόταν την συνεπικουρία του συνθέτη τραγουδοποιού, όλα όσα είχε να μας πει, μας τα είχε ήδη πει με το δικό του προσωπικό ύφος και στυλ.