Κριτικές

“Εγώ θα ζήσω” της Στεφανίας Ρουλάκη| Εμπεριστατωμένη μελέτη από τον Βασίλειο Χαλαστάνη, Δρ. Θεολόγος-Συγγραφέας

Ιστορικό μυθιστόρημα-Εγώ θα ζήσω

Το έργο της αξιότιμης Στεφανίας Ρουλάκη αποτελεί μυθιστορηματική διήγηση βιογραφικού χαρακτήρα και ημερολογιακού τύπου.
Το χρονολογικό περίγραμμα αρχίζει τον Αύγουστο του 1939 και τελειώνει τον Ιανουάριο του 1946.

Η καθαυτό διήγηση αναφέρεται στα γεγονότα από τις 19 Σεπτεμβρίου του 1941 μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του 1943. Δεν πρόκειται βέβαια για καθημερινή καταγραφή των γεγονότων, ωστόσο ο αναγνώστης ανά τακτά διαστήματα ενημερώνεται για την πορεία των γεγονότων και έχει μια γενική αντίληψη του χρόνου. Κεντρικό πρόσωπο στο ιστορικό μυθιστόρημα είναι η εβραϊκής καταγωγής και ουκρανικής υπηκοότητας 30άχρονη Ντίνα Πρανίτσεβα (1911-1977), κάτοικος Κιέβου, σύζυγος Ρώσου αξιωματικού του στρατού και μητέρα δύο παιδιών, η οποία ανήκει στους επιζήσαντες από τις διώξεις και τις εκτελέσεις των Γερμανών κατά την περίοδο της Κατοχής.

Στα πρώτα τέσσερα κεφάλαια (σελίδες 11-60), η πρωταγωνίστρια μάς μεταφέρει στην Ευρώπη από την υπογραφή του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου (το γνωστό Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ που υπογράφτηκε στις 23 και επικυρώθηκε από το Ανώτατο Σοβιέτ στις 31 Αυγούστου 1939) μέχρι την κατάληψη του Κιέβου από τα Γερμανικά στρατεύματα στις 19 Σεπτεμβρίου 1941. Στη συνέχεια, στο ιστορικό μυθιστόρημα επικεντρώνεται η προσοχή της στο Κίεβο και τους ανθρώπους του, στην πόλη που κατοικεί και η ίδια. Πρόκειται για μια κοινωνία  στο μεταίχμιο μεταξύ Σταλινικού και Ναζιστικού καθεστώτος. Πολλοί είναι αυτοί που ευελπιστούν ότι με την άφιξη των Γερμανών θα δουν καλύτερες μέρες.

Κανένας δεν υποψιάζεται όσα πρόκειται να ακολουθήσουν ακόμη και μετά την έκδοση του διατάγματος των γενικών απαγορεύσεων και της υποχρεωτικής συγκέντρωσης των Εβραίων. Στο κυρίως μέρος στο ιστορικό μυθιστόρημα, από το 5ο μέχρι το 18ο κεφάλαιο (σελίδες 61-146) παρακολουθούμε την ηρωίδα μας να προσεγγίζει δύο φορές το θάνατο στο Μπάμπι Γιαρ, τον τόπο εκτέλεσης 200.000 ανθρώπων και να γλιτώνει. Ακολουθούν δεκάδες άλλα συμβάντα με αναφορά σε πολλά πρόσωπα, δρόμους, τοπωνύμια και γεγονότα κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Σεπτεμβρίου 1941 μέχρι το καλοκαίρι του 1942, κατά τα οποία έρχεται πολλές φορές αντιμέτωπη με το θάνατο, τις ασθένειες, την πείνα, φυλακίζεται, ξυλοκοπιέται, δέρνεται αλύπητα, ζει στην εξαθλίωση, στις στερήσεις, πέφτει συχνά σε κώμα, φτάνει στο χείλος του θανάτου, αλλά στο τέλος επιβιώνει! Όλους αυτούς τους μήνες παραμένει στο Κίεβο και πασχίζει με κάθε τρόπο να αποκρύψει την πραγματική της ταυτότητα και να αποφύγει την εκτέλεση.

Η αγάπη για τα παιδιά της, το σύζυγο, τα αδέλφια της, για την ίδια τη ζωή της, γιγαντώνεται μέσα της και υπερνικάει όλα τα εμπόδια. Όσο απλώνεται η αγάπη, δεν μειώνεται, αντίθετα δυναμώνει και γίνεται ισχυρότερη. Αυτή η διαπίστωση την ωθεί να συνεχίσει με μεγαλύτερη ακόμη δύναμη το αγώνα της επιβίωσης. Ευνοείται από τις συγκυρίες, όταν βρίσκεται σε έσχατο κίνδυνο, με τον αόρατο φύλακα άγγελό της να παραμένει πιστός κοντά της. Κατορθώνει να συναντήσει δύο φορές τον Βίκτωρα, τον αγαπημένο της σύζυγο, εντοπίζει το γιο της και τον κρατά κρυφά για δύο περίπου μήνες. Δεν διανοείται καν να προσεγγίσει το σπίτι της και η όψη της έχει αλλάξει τόσο που ούτε η ίδια δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της, όταν τον βλέπει στον καθρέφτη.

Τα βιώματά της είναι πολλά και την έκαναν να ωριμάσει μέσα σε λίγο χρόνο. Στο διάστημα των εννέα μηνών (Οκτώβριος 1941-Ιούνιος 1942) έχει δει και έχει νιώσει πράγματα ασύλληπτα στο νου κάθε ανθρώπου. Έρχεται συχνά σε εσωτερικό διάλογο με τον εαυτό της και διερωτάται για το λόγο που συμβαίνουν όλα αυτά γύρω της, κοντά της, μέσα της. Πόσο άβουλοι είμαστε τελικά οι άνθρωποι; Τόσο αφελείς; Πόσο εύκολα παρασυρόμαστε από ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, απραγματοποίητα κοινωνικά οράματα και ουτοπικές ιδεολογίες; Απορεί συχνά και η ίδια καθώς φέρνει στο νου της τα γεγονότα των τελευταίων μηνών, αναρωτώμενη πού βρήκε την αντοχή να αντέξει τόσα ανήκουστα και φρικιαστικά εγκλήματα. Θυμάται ότι στις 29 Σεπτεμβρίου σαν ένα μεγάλο ποτάμι οι Εβραίοι, ηλικιωμένοι, μεσήλικες, παιδιά, άνδρες και γυναίκες πορεύονταν προς το θάνατο, δίχως κανείς τους να υποψιαστεί ότι το νήμα της ζωής τους έφτασε στο τέλος του.

Ιστορικό μυθιστόρημα-Εγώ θα ζήσω2
Είδε τον εαυτό της να εξαιρείται προσωρινά από το κομβόι των μελλοθανάτων, αλλά παρέμεινε εγκλωβισμένη σε έναν συρμάτινο φράχτη, καταδικασμένη να παρακολουθεί ως το σούρουπο το μακάβριο θέαμα με την εκτέλεση των συμπατριωτών της. Διέκρινε ολόγυμνη τη μητέρα της να εκτελείται και να καταλήγει στη μακρόστενη και βαθιά τάφρο του θανάτου στο Μπάμπι Γιαρ, στο Φαράγγι της Γιαγιάς! Την ίδια τύχη είχε ο πατέρας της και όλοι οι άλλοι συνοδοιπόροι. Οικογενειάρχες καθ’ όλα αξιοπρεπείς και φιλήσυχοι βρήκαν τον πλέον ατιμωτικό και εξευτελιστικό θάνατο σε τόσο σύντομο χρόνο. Ούτε οι χειρότεροι εγκληματίες δεν έχουν παρόμοιο τέλος.
Υπολογίζεται ότι κατά το διήμερο 29 και 30 Σεπτεμβρίου1941 εκτελέστηκαν εκεί 23.771 άνθρωποι! Η ίδια όμως κατόρθωσε να γλιτώσει! Στο τρίτο μέρος στα κεφάλαια 19ο έως 21ο (σελίδες 147-208) παρακολουθούμε την περιπέτειά της μακριά από το Κίεβο. Το καλοκαίρι του 1942 κινείται νοτιότερα στο δρόμο προς την Οδησσό και μεταβαίνει στην επαρχιακή πόλη Μπίλα Τσέρκβα διανύοντας, κυρίως με τα πόδια, απόσταση 90 χιλιομέτρων για αναζήτηση εργασίας σε θέατρο. Παραμένει εκεί μέχρι την  απελευθέρωση του Κιέβου στα τέλη Δεκεμβρίου του 1943, για 18 μήνες περίπου, εκτός από ένα μικρό διάστημα κατά το οποίο μετακόμισε σε άλλη μικρή πόλη 40 χιλιόμετρα μακρύτερα.
Εργάζεται διαδοχικά σε δύο θιάσους. Οι περιπέτειές της συνεχίζονται. Έχει απολέσει τα προσωπικά της έγγραφα, άλλαξε το ονοματεπώνυμό της, παρόλα αυτά αναγνωρίζεται από κάποια συναδέλφισσά της ότι είναι Εβραία. Και πάλι όμως καταφέρνει να ξεφύγει τον κίνδυνο, γιατί τώρα έχει ορατό φύλακα και συμπαραστάτη της τον Αφανασίεφ, τον διευθυντή του θιάσου. Από έναν δραπέτη του Μπάμπι Γιαρ γίνεται αυτήκοος μάρτυρας των ανήκουστων φρικαλεοτήτων που συμβαίνουν στον τόπο αυτό των εκτελέσεων. Στο ιστορικό αυτό μυθιστόρημα, στη σκηνή κατά την οποία ένας εξαθλιωμένος κρατούμενος αρπάζει σάρκες από τα καιόμενα πτώματα στις πυρές και τις καταπίνει, αποτελεί την κορύφωση των ανατριχιαστικών λεπτομερειών για όσα ανήκουστα εγκλήματα διαπράττονται στο Φαράγγι της Γιαγιάς.
Η απελευθέρωση του Κιέβου τη βρίσκει στη Μπίλα Τσέρκβα. Δεν μπορεί άλλο να μείνει εκεί και επιστρέφει στο ελεύθερο πλέον Κίεβο. Στα τρία τελευταία κεφάλαια (σελίδες 209-233) η ηρωίδα μας προσπαθεί να σταθεί κυριολεκτικά και πάλι στα πόδια της. Βρίσκει τα παιδιά της, τη Λίντια και τον Βλαντίμιρ, πληροφορείται όμως ότι ο αγαπημένος της σύζυγος Βίκτωρ έχει εκτελεσθεί σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Δεν θα τον βγάλει ποτέ από την καρδιά της. Δέχεται πρόταση γάμου από τον πιστό συμπαραστάτης της Αφανασίεφ και ανταποκρίνεται θετικά. Αφοσιώνεται στη νέα της οικογένεια και αγωνίζεται με κάθε μέσον να φέρει στην επικαιρότητα όσα εγκλήματα διεπράχθησαν στο Μπάμπι Γιαρ, για να πληροφορηθεί η ανθρωπότητα αφενός και να βρίσκονται αφετέρου σε εγρήγορση κατά του Φασισμού και του Ναζισμού οι επόμενες γενεές! Με το έργο της αυτό η Στεφανία Ρουλάκη αποδεικνύει ότι διαθέτει συγγραφικό ταλέντο και πλούσιο λεξιλόγιο.
Γνωρίζει να εμβαθύνει στον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας της και οι περιγραφές της είναι ζωντανές, αναλυτικές, διεισδυτικές, με τεράστιο πλήθος εικόνων και γρήγορη εναλλαγή καταστάσεων. Στις περιπέτειες της πρωταγωνίστριας κυριαρχεί το απρόβλεπτο. Τονίζεται έντονα η εξαθλίωση των κρατουμένων και ο εξευτελισμός του ανθρώπου. Στο παρόν ιστορικό μυθιστόρημα, γίνεται παρέλαση δεκάδων προσώπων, τοπωνυμίων και όρων, ανερχόμενα περίπου σε 200. Τα περισσότερα ανήκουν στην Ουκρανία και είναι άγνωστα και δύσκολα τόσο στη γραφή όσο και στην προφορά.
Ο αναγνώστης πρέπει να είναι εξοπλισμένος κατάλληλα με ατσάλινη περιβολή, γιατί θα δεχτεί θανατηφόρα χτυπήματα πάνω και κάτω από τη μέση, στο στομάχι, τα νεφρά και την καρδιά, στο μυαλό, στο νου και στη συνείδηση κατά την ανάγνωση της παρούσας εργασίας. Δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη μυθιστορηματική διήγηση. Ξεπερνάει κατά πολύ τα γνωστά όρια. Η γενναία γυναίκα Ντίνα Πρανίτσεβα άντεξε όλες τις δυσκολίες και βγήκε νικήτρια. Απέδειξε πόσο ισχυρό είναι το γυναικείο φύλο. Λύγισε πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν παραδόθηκε. Αν και μεγάλωσε στη στοργική και τρυφερή αγκαλιά των γονιών της και του συζύγου της, ευαίσθητη η ίδια και δίχως εμπειρίες από τη ζωή, κατάφερε να αντέξει μέχρι τη λύτρωση. Το σώμα της υπέστη παντός είδους ταλαιπωρίες, ποτέ όμως δε δέχτηκε να το ξεπουλήσει στους διώκτες της με την ελπίδα ότι θα διαφύγει την εκτέλεση. Παρέμεινε ηθικά ακέραιη, αποδεικνύοντας ότι η ηθική ελευθερία είναι η ανώτερη μορφή ελευθερίας! Ήθελε πολύ να ζήσει και τα κατάφερε!
Μια άλλη γενναία γυναίκα σήμερα, η αγαπητή Στεφανία Ρουλάκη, ανέλαβε να φέρει στη δημοσιότητα τις περιπέτειες της Ντίνας Πρανίτσεβα πριν από 80 περίπου χρόνια. Το μήνυμά της είναι διαχρονικό και πανανθρώπινο. Συμπτωματικά λόγω κορονοϊού βιώνουμε κι εμείς σήμερα απαγορεύσεις και περιορισμούς κατοχικού τύπου. Το αγαθό της ζωής είναι το σημαντικότερο δικαίωμα όλων μας. Με το έργο της η Στ. Ρουλάκη έκανε και σε μας γνωστό το  Φαράγγι του Μπάμπι Γιαρ, το οποίο συνειρμικά θα θυμόμαστε κάθε φορά, που θα γίνεται λόγος για τα Γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και τους τόπους εκτελέσεων.
Ο φασισμός παρόλο που ηττήθηκε στον πόλεμο, δεν εξαφανίστηκε ως ιδεολογικό και πολιτικό σύστημα.
Επανέρχεται σήμερα με διαφορετικές μεθόδους. Συγκαλυμμένος κάτω από ωραιοποιημένη φρασεολογία με την οποία διακηρύττει την αξία δημοκρατίας, της ελευθερίας, της ειρήνης, της εθνικής ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης, διεξάγει πολέμους, φτωχοποιεί μεγάλες ομάδες πληθυσμών και τις ωθεί να εγκαταλείψουν τις πατρικές τους εστίες και να αναζητήσουν ως πρόσφυγες και μετανάστες νέες, υιοθετεί τον ρατσισμό και τις διακρίσεις, μετέρχεται μεθόδους υποδουλώσεως των ανθρώπων, παραβιάζει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και επιχειρεί να επιβληθεί σε παγκόσμιο επίπεδο με τη χειραγώγηση των μαζικών μέσων ενημέρωσης και τη δύναμη του χρήματος. Η ηρωίδα του βιβλίου μάς διαμηνύει, ότι ο άνθρωπος οποιασδήποτε εποχής και παιδείας δεν νοείται άνθρωπος έξω από τη συναίσθηση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας. Αυτή η συναίσθηση συνιστά το αίτημα του ανθρώπου ως ανθρώπου. Και το μήνυμα στο ιστορικό μυθιστόρημα παραμένει ενεργό, όσο οι δυνάμεις της τυραννίας παραμένουν επίσης ενεργές μέσα στην κοινωνία.
Τιμώντας τους νεκρούς, καταδικάζουμε τους κήρυκες του φασισμού, τους θιασώτες του φανατισμού και της βίας, τους εμπνευστές της μισαλλοδοξίας, τους εργάτες της πόλωσης και τους γυρολόγους των ποικίλων στρατεύσεων, οι οποίοι οδηγούν κυρίως τη νεολαία στην αδιαφορία, στην απαισιοδοξία και εν τέλει στην απομάκρυνση από την πολιτική δράση. Οι αδρανείς και αδιάφοροι πολίτες είναι τα εύκολα θύματα των σύγχρονων μορφών του φασισμού. Αντίθετα οι ενεργοί, ενημερωμένοι, μορφωμένοι, συμμετοχικοί και δραστήριοι πολίτες έχουν χρέος να εργασθούν για την πραγματοποίηση του οράματος μιας δικαιότερης κοινωνίας!
Με τιμή,
Βασίλειος Χαλαστάνης
Δρ.Θεολόγος-Συγγραφέας
Νέο Φάληρο 18/3/2021

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΓΩ ΘΑ ΖΗΣΩ