Λοιπόν άκου φίλε. Εσύ που κάθε μέρα ξυπνάς το πρωί προσπαθώντας να βρεις ένα νόημα σε όλον αυτόν τον παραλογισμό, εσύ ο πολύ ελεύθερος, εσύ που φορτώνεις το σάκο των εμπειριών σου με όσα σου ταΐζουν για να μαλακώσεις τη ψυχή σου, εσύ που παραμιλάς κάποια βράδια τα όνειρα σου που ξεβράστηκαν πάλι στην επιφάνεια επιπλέοντας σε έναν ωκεανό αλκοόλ και παραισθησιογόνων, αυτών των κατασταλτικών της ενέργειας σου, εσύ που νιώθεις μόνος, εσύ που επιδιώκεις την μοναξιά σου, εσύ που έχεις ξεχάσει την αναγκαιότητα του όλου, της συλλογικότητας, εσύ που έχεις πειστεί για τη βιωσιμότητα ενός άγριου περιβάλλοντος, αυτό της αγοράς, που σε περικλείει και σε αναγκάζει να ζήσεις για πάντα με την ιδεοληψία της επιτυχίας και του ευκταίου ανταγωνισμού, εσύ που προσπαθείς να μπεις στη θέση του αστέγου ή του πρόσφυγα και αφήνεις ένα δεκάλεπτο (ούτε καν από το χρόνο σου) να κυλήσει μπροστά του, εσύ που γυρνάς την πλάτη, εσύ που δεν ζεις τη ζωή σου, εσύ που έχεις ενστερνιστεί την ατομικότητα του τσαλακώνοντας την ύπαρξη για να περιπλανηθείς στην εικονικότητα, εσύ που αγαπάς κι αγαπιέσαι με όρους αγοράς, ανταλλαγής, εξουσίας, εσύ που ανέχεσαι την εξουσία, εσύ που γίνεσαι η εξουσία ή ονειρεύεσαι να την αφομοιώσεις, εσύ που αναπνέεις απωθώντας την πραγματικότητα, εσύ που αρνείσαι μια πραγματικότητα που απλώς σε περικλείει και σε ορίζει, εμμένοντας σε ζωτικές ψευδαισθήσεις, εσύ, μικρέ μου εαυτέ, που ξέρεις τα πάντα, είσαι δυνατός, στύβεις την πέτρα, πίνεις τους χυμούς των καυσαερίων κι αντέχεις, κι όμως, χοροπηδάς χαρούμενος σαν σου δώσουν κάτι παραπάνω από ψίχουλα για να ζήσεις, εσύ που σου αρκούν λίγα, πολύ λίγα για να είσαι χαρούμενος, κι όμως τα ξοδεύεις, ξοδεύεσαι, πάντα μόνος, πάντα μακριά από τον άνθρωπο, αυτόν που φοβάσαι να πλησιάσεις γιατί είναι ‘άλλος’, ξένος.
Λοιπόν άκου αγαπημένε μου φίλε, μην κοιτιέσαι στον καθρέφτη, σε (για) σένα μιλάω. Έχεις τόσα πολλά για τα οποία μπορείς και πρέπει να παλέψεις, έχεις τόσα πολλά για να αγωνιστείς, έχεις τόσα πολλά να κάνεις. Μα πρώτα απ’ όλα, πρέπει να ορθωθείς απέναντι στον εαυτό σου, αυτόν που έχει διαμορφωθεί από ένα περιβάλλον που καλά ήξερε να καταστείλει την ενεργητικότητα του. Ξέρω ότι σε έπεισαν πως δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να κάνεις, ξέρω ότι βλέπεις να μην υφίσταται μεγάλη ευελιξία, ξέρω πως νιώθεις εγκλωβισμένος σε ένα δίκτυο καταστάσεων που η αλήθεια είναι ότι έχει πυκνώσει και μας τυλίγει όλους. Άκου, όμως, φίλε μου, στα πρώτα κιόλας φτερουγίσματα που θα κάνεις στην προσπάθεια σου να αποκολληθείς από τα κοκαλωμένα πόδια του παλιού σου εαυτού θα καταλάβεις την δυναμική που απλώνεται πάνω από τον κόσμο, πάνω από την ανθρωπότητα, όταν τα χέρια ενωθούν, όταν τα όνειρα απελευθερωθούν, όταν η πίστη σε ένα διαφορετικό, καλύτερο μέλλον πάρει μορφή, σταματήσει να είναι απλώς μια νεανική τρέλα, μια παρόρμηση ή οτιδήποτε πρόσκαιρο, μια εκρηκτική ώση της στιγμής. Εκείνη τη στιγμή σφίξε τα δόντια, μη φοβηθείς, όρμα στη ζωή, κατάκτησε την και μοιράσου την με τους ανθρώπους, να στραφείς στους ανθρώπους, όση μικρότητα υπάρχει σ’ αυτούς άλλη τόση ελπίδα μπορείς ν’ ανακαλύψεις. Κάνε τη ζωή σου μία αέναη μεταβολή, ταυτίσου με την ύπαρξη, απλώσου στα όρια της. Τότε, κάπως μαγικά, θ’ αρχίσεις να αντιμάχεσαι ότι πνίγει την ανάσα σου, όλα αυτά κι όλους αυτούς που απλώς κρατούν το βλέμμα σου κολλημένο σε εικονικούς τοίχους. Τότε, κάπως ανέλπιστα, το νόημα θα ντυθεί με άλλη ουσία, ο ‘άλλος’ θα πάψει να είναι ξένος, η (δυνητική) ομορφιά του κόσμου θα είναι ο μόνος τόπος στον οποίο θα μπορείς να στοχεύεις.
Το κείμενο υπογράφει ο Ιωάννης Λαδάκης, συγγραφέας του υπαρξιακού μυθιστορήματος “Το βιβλίο της μεγάλης ανοχής”.