Booknews, Άρθρα - απόψεις

Ο ήχος της Τζαζ που ενέπνευσε τον γιατρό Αντωνακάκη να γράψει για έναν έρωτα στη Νέα Ορλεάνη!

Η ζωή είναι γεμάτη ευχάριστες εκπλήξεις. Εκπλήξεις που άλλοι τις αποκαλούν θαύματα ενώ κάποιοι άλλοι τυχερές συμπτώσεις. Για εμένα πάλι είναι σημεία ζωής της ίδιας της ζωής, απαραίτητα για να μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας και να προχωρήσουμε παρακάτω με αστέρευτη δύναμη. Οι εκπλήξεις της ζωής είναι καθοριστικές και αποτελούν απαραίτητα εφόδια για το μετά… το αύριο.

Τριγύρω μας υπάρχει ενέργεια με παλμό, ροή, αρμονία, ισορροπία και συνέχεια. Ακόμη και μέσα σε ένα περιβάλλον που πνίγεται στην ηχορύπανση μπορεί να ακούσεις μια νότα τόσο γλυκιά που να σε ταξιδέψει στα πιο όμορφα και παραμυθένια μονοπάτια. Κι αν δεν καταφέρεις τελικά να ακούσεις κάτι, σίγουρα κάτι θα δεις, μα και αν τελικά δεν καταφέρεις να δεις μπορεί να αισθανθείς κάτι τόσο υπέροχο και γλυκό που δεν θα το ένοιωθες ακόμα και στο πιο ήρεμο και γαλήνιο περιβάλλον.

Ένα είναι βέβαιο… για καθετί που κάνουμε, μας καλεί η φύση να το κάνουμε ή το σύμπαν. Ακόμα και η παραμικρή ιδέα που μπορεί να μας έρθει στο μυαλό δεν είναι δική μας, αλλά το αποτέλεσμα πολλών διαδοχικών συμβάντων, που προκάλεσε η ενέργεια που μας παραχωρεί η ζωή για να μας φτάσει στο σημείο να γεννηθεί αυτή η ιδέα. Αυτό που είμαστε σήμερα οφείλεται στο κατά πόσο ανακαλύψαμε το κλειδί που μας δόθηκε και στο ποια ή ποιες πόρτες ανοίξαμε ή θα ανοίξουμε με αυτό.

Στη ζωή τίποτα δεν είναι συμπτωματικό. Ό,τι γίνεται, γίνεται για κάποιο λόγο. Τίποτα δεν είναι τυχαίο… όπως και το μυθιστόρημά μου «Ντόνα και Τζάκ» δεν είναι καθόλου τυχαίο. Το μυθιστόρημα «Ντόνα και Τζάκ» έχει μεγάλη και γλυκιά ιστορία… και γεννήθηκε κάτω από τους ήχους της τζαζ τον Οκτώβρη του 2017 στο χωριό Όθος της Καρπάθου όπου και διαμένω τα τελευταία χρόνια.

Στο πίσω μπαλκόνι του σπιτιού μου που είναι αρκετά μεγάλο, έχω χτίσει ένα προσωπικό μου δωμάτιο -παραδοσιακό κρητικό- με σκεπή και κεραμίδι και με παλαιού χωριάτικου τύπου ξύλινα πορτοπαράθυρα. Μέσα υπάρχει πέτρινος γωνιακός πάγκος για καθιστικό, με κουρελούδες και φλοκάτες στο πάτωμα, με ξύλινο ταβάνι και με ξύλινο κορμό που πιάνει από την μια μεριά του τοίχου μέχρι την άλλη. Είναι δεν είναι 20 τ.μ. Μοιάζει με μικρό στάβλο, απομονωμένος από το υπόλοιπο διαμέρισμα. Νιώθω σαν να είμαι σε μοναστήρι όταν βρίσκομαι εκεί, ηρεμώ και το κυριότερο… δεν πιάνει σήμα το κινητό. Αυτό και αν λέγεται θαύμα. Εκεί έχω την βιβλιοθήκη μου, τα μουσικά μου όργανα, την τηλεόρασή μου, τον υπολογιστή μου και ότι άλλο έχει να κάνει με μένα. Εκεί έχω τον παπαγάλο μου, εκεί το καναρίνι μου κι εκεί την αράζει και ο Άργος ο σκύλος μου όταν έχει κακοκαιρίες. Εκεί γράφω, εκεί διαβάζω, εκεί μελετάω και εκεί καταστρώνω τα σχέδια μου. Το έχω ονομάσει «εργαστηριάκι» διότι εκεί μέσα μαστορεύω τα πάντα. Εκεί έχω και την ντραμς μου από το άκουσμα της οποίας γεννήθηκαν η Ντόνα και ο Τζακ.

Έβρεχε σιωπηλά εκείνο βράδυ όταν καθόμουν στην ντραμς προσπαθώντας να δημιουργήσω ένα ρομαντικό τζαζ ρυθμό με σκοπό να συνθέσουμε ένα δικό μας κομμάτι τζαζ με τον Γιάννη και δάσκαλο του Ωδείου.

Η αλήθεια είναι πως τίποτα δεν μου έβγαινε εκείνο το βράδυ. Ενώ είχα την όρεξη και την υπομονή και το χρόνο, δεν είχα όμως την έμπνευση. Θυμάμαι ότι άφησα τις μπαγκέτες τοποθετώντας της σταυρωτά πάνω στο ταμπούρο και άναψα ένα τσιγάρο ακουμπώντας την πλάτη μου στον τοίχο πίσω μου που είχα επενδύσει με ένα μάλλινο χοντρό χαλί για να μην κρυώνει η πλάτη μου, αλλά και για να έχω καλύτερη ηχομόνωση. Στα δεξιά μου πάνω σε ένα χαμηλό ξύλινο σκαλιστό σκαμπό είχα τον ζεστό μου καφέ και το τασάκι. Ήπια μια ζεστή γουλιά και κοίταζα αφηρημένος τον απέναντι τοίχο. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός και υπήρχε τόση ηρεμία που μέχρι και ο Πλάτων ο παπαγάλος μου προτίμησε να κλείσει τα όμορφα ματάκια του παρά να μιλάει, πράγμα που κάνει ακατάπαυστα.

Βλέποντας τον Πλάτων ζήλεψα κι εγώ και έκλεισα τα μάτια μου συνεχίζοντας το τσιγάρο μου. Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Άφησα τον εαυτό μου να ταξιδεύει ελεύθερα. Το μόνο που είχα αφήσει σε λειτουργία πάνω μου ήταν τα αφτιά μου. Τίποτα άλλο. Απλά άκουγα την βροχούλα που έπεφτε στα κεραμίδια, στο τραπέζι του μπαλκονιού, στα φύλα των φυτών, στα πλακάκια για αρκετή ώρα. Μετά από λίγο άρχισα να κουνάω ρυθμικά τα πόδια μου ακολουθώντας την μελωδία της βροχής. «Όμορφη μελωδία» σκέφτηκα. Οι σταγόνες που έπεφταν στο πλακάκι έδιναν διαφορετική νότα από αυτές που έπεφταν στα κεραμίδια ή στα φύλλα των λουλουδιών. Ο ομορφότερος όμως ήχος ήταν εκείνος του μελωδό από μπαμπού, όταν τον χτυπούσαν οι σταγόνες.

Ήταν μια συναυλία της φύσης τόσο μελωδική που έπιανε ρυθμούς τζαζ. «Αυτό είναι» είπα στον εαυτό μου. Δεν άργησα όπως είχα κλειστά τα μάτια και με το τσιγάρο ακόμα στο στόμα να πιάσω τις μπαγκέτες και να αντιγράφω τον ρυθμό πάνω στην ντραμς. Μα τι πονηρή μελωδία ήταν αυτή; Τι ομορφιά; Τι μεγαλείο; Είχα εκπλαγεί. Είχα ενθουσιαστεί και εκστασιαστεί τόσο πολύ που ούρλιαξα από χαρά. Ούτε ο Πλάτων που ξύπνησε ξαφνικά από το ουρλιαχτό μου, δεν άργησε να ακολουθεί το ρυθμό κουνώντας το κεφάλι του πάνω κάτω και σφυρίζοντας διακριτικά για να μην μου χαλάσει τον ειρμό.

Συνειδητοποίησα ότι η φύση μου έδωσε τη λύση πάνω σε αυτό που ζητούσα τόσο πολύ και που δεν το έβρισκα ο ίδιος επειδή δεν είχα την έμπνευση της στιγμής. Εγώ απλά είχα τα αφτιά μου ανοιχτά ακούγοντας τη βροχή και τίποτα άλλο. Δέχτηκα την βοήθεια της φύσης αφού πρώτα την αντιλήφτηκα. Αφουγκράστηκα. Εκεί που δεν το περίμενα, από το πουθενά μέσα σε χρόνο ρεκόρ πήρα αυτό που ήθελα. Στην συνέχεια άρχισε να δυναμώνει η βροχή και το κομμάτι έγινε πιο γρήγορο και ιδιαιτέρως υπέροχο και μόλις ξεκίνησαν τα μπουμπουνητά πρόσθεσα και τα πιατίνια γεμίζοντας το κομμάτι με τόσο φυσικό τρόπο που ο ίδιος έμεινα άναυδος. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Σχεδόν ξαγρύπνησα με τον Πλάτων μέχρι να εμπεδώσω το κομμάτι, μέχρι που στο τέλος το εμπέδωσα τόσο πολύ που ανυπομονούσα να το παρουσιάσω στον φίλο μου τον Γιάννη, που ο ίδιος ξετρελαίνεται για τζαζ παίζοντας πιάνο και σαξόφωνο.

Η τζαζ μου θυμίζει πάντα τους αφροαμερικάνους, οπότε ο Τζακ από την Οκλαχόμα που ζει στο Μπρούκλιν έγινε αμέσως ο ήρωας αυτής της ιστορίας. Η πονηρή και μυστήρια μουσική γεμάτη αινιγματικές πινελιές με οδηγούσε σε μια μεταμεσονύχτια ληστεία στα στενά του Μπρούκλιν. Έτσι γεννήθηκε το κοσμηματοπωλείο με το διαμάντι. Φυσικά ένα αίσιο τέλος θα έκλεινε την ιστορία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Έτσι δημιουργήθηκε η ιστορία του κομματιού «The thief in the night» έγινε αργότερα και το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος.

Μέχρι τότε ουδεμία στιγμή δεν είχε περάσει από το μυαλό μου, η ιδέα ενός βιβλίου γύρω από την Ντόνα και τον Τζακ!

 

Το παρόν κείμενο υπογράφει ο γενικός χειρούργος Σωκράτης Αντωνακάκης και συγγραφέας του μυθιστορήματος “Ντόνα & Τζακ“.