Το ναυτικό επάγγελμα είναι ιδιαίτερο και ξεχωριστό γιατί είναι ένας διαφορετικός τρόπος ζωής. Συνήθως, παρεξηγείται μιας και οι άνθρωποι έχουν σχηματίσει διαφορετική εικόνα και αντιλήψεις γύρω από αυτό. Στα πλοία λέμε «μεγάλο πλοίο – μεγάλες φουρτούνες», με την κυριολεκτική και την μεταφορική έννοια. Οι περισσότεροι όταν ακούν την λέξη «ναυτικός» ο νους τους πάει στα χρήματα, στις γυναίκες των λιμανιών, στα μέρη – στους ανθρώπους – στις κουλτούρες που συναντάμε κατά την διάρκεια των ταξιδιών. Πίσω από όλα αυτά όμως κρύβονται διάφορες σκέψεις, φόβοι και βιώματα που οι «στεριανοί» δε θα μπορέσουν να καταλάβουν. Γι’ αυτό λοιπόν θα προσπαθήσω να δείξω και τις δυο όψεις του νομίσματος όντας αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού.
Όλα ξεκινάνε με το τηλεφώνημα της εταιρείας για το που και πότε θα μπεις στο πλοίο. Δε παίζει ρόλο το πόσο έχεις κάτσει έξω γιατί πάντα έρχεται εκείνη η μέρα. Εκεί είναι που αρχίζεις να σκέφτεσαι το πως θα είναι το πλοίο και το πλήρωμα καθώς ετοιμάζεις την βαλίτσα σου. Οι μέρες μετρούν αντίστροφα κι εσύ προσπαθείς να βρεις τους κοντινούς σου ανθρώπους ώστε να τους αποχαιρετήσεις. Ναι μεν ετοιμάζεσαι να πας για δουλειά αλλά είναι ψυχοφθόρα διαδικασία ο αποχαιρετισμός, πόσο μάλλον αν αφήνεις την γυναίκα και τα παιδιά σου.
Όταν έρθει η μέρα να φύγεις για το αεροδρόμιο κάποιες φορές φαίνεσαι παγερός – απόμακρος ή χαλαρός αλλά από μέσα σου μόνο εσύ ξέρεις πως βρίσκεις την δύναμη και συνεχίζεις. Δεν είναι εύκολο να πατάς το «pause» για να ξαναπατήσεις το «play» στη ζωή σου όταν επιστρέψεις. Η ζωή βέβαια στο πλοίο δε σταματά, αντιθέτως συνεχίζεται. Απλώς την βιώνεις διαφορετικά. Κάποιοι το αντέχουν μια ζωή κι άλλοι τα παρατάνε στην αρχή ή κάπου στη μέση. Όπως και να ‘χει είναι κι αυτή μια δουλειά και κάποιος πρέπει να την κάνει, σωστά;
Αφού ξεμπερδέψεις με τα αεροδρόμια, το πήγαινε – έλα με τους ατζέντηδες και φτάσεις στο πλοίο πρέπει να εγκλιματιστείς στο νέο περιβάλλον και τα καθήκοντά σου. Δε παίζει ρόλο πόσες φορές έχεις ανέβει σε πλοίο γιατί κάθε πλοίο, όπως και οι άνθρωποι, έχει τα κουσούρια του κι εσύ πρέπει να τα μάθεις, ώστε να κάνεις την ζωή σου πιο εύκολη κατά την διάρκεια του μπάρκου σου.
Κάποια στιγμή θα τελειώσεις με την φόρτωση ή την εκφόρτωση, την παραλαβή πετρελαίων ή και προμηθειών και την αλλαγή πληρώματος ώστε το πλοίο να αποπλεύσει . (Έχουμε φτάσει σε σημείο που θέλουμε να είμαστε στη θάλασσα πιο πολύ και να ταξιδεύουμε παρά να είμαστε σε λιμάνι. Και γιατί αυτό; Επειδή στα λιμάνια γίνεται ο κακός χαμός. Χαρτιά, άγχος, κόσμος που μπαινοβγαίνει στο πλοίο, η διαδικασία φορτοεκφόρτωσης… όλα. Βρίσκουμε την ηρεμία μας εν πλω όσο μπορούμε).
Καταμεσής του ωκεανού θα βρεις μια ρουτίνα διαφορετική. Πέραν από τις ημερήσιες εργασίες και την χαρτούρα που πρέπει να γίνει με ασφάλεια και υπευθυνότητα, πέραν από τις βάρδιες τις άλλοτε ήσυχες κι άλλοτε περιπετειώδεις λόγω κίνησης, θα γαληνέψεις λίγο κοιτάζοντας το πως ο ουρανός συναντά την θάλασσα. Αν είσαι τυχερός ίσως βρεθούν και κάτι δελφίνια να παίξουν με τα απόνερα του πλοίου ή φάλαινες να ξεπηδούν από το νερό θεαματικά, λες και ξέρουν πως περνάς από εκεί και σου κάνουν φιγούρα. Όταν είμαστε χαλαρά δε παραλείπονται και οι μαζώξεις του πληρώματος, κυρίως σε γιορτές όπως τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, καιρού και λιμανιού επιτρέποντος. Οι Έλληνες μπορώ να πω βολευόμαστε με το να παρακολουθούμε ταινίες στο καπνιστήριο ή κάθε Σάββατο με το καθιερωμένο «Στην υγειά μας βρε παιδιά», ενώ το υπόλοιπο πλήρωμα είτε θα βλέπει ταινία είτε θα κάνει καραόκε είτε θα παίζουν nba. Είναι και φορές όμως που τέτοιες μαζώξεις δε γίνονται και ο καθένας θα μένει στη καμπίνα του. Αν έχεις ζόρια στη δουλειά ή στο σπίτι δεν έχεις και πολύ όρεξη για κοινωνικοποίηση.
Και τότε οι βάρδιες πάνω στη γέφυρα γίνονται ατελείωτες, η μοναξιά ξαπλώνει δίπλα σου στο κρεβάτι κι εσύ προσπαθείς να μη της δίνεις σημασία. Κάνεις υπομονή γιατί ξέρεις πως κάποια στιγμή θα έρθει η ώρα να γυρίσεις σπίτι. Όταν κάποιος από το πλήρωμα φεύγει, όλο και κάποιος άλλος ζηλεύει κατά κάποιον τρόπο για το πότε θα έρθει η σειρά του. Προσπαθείς να μετριάσεις τη μοναξιά καλώντας αγαπημένους φίλους και την οικογένεια ή σερφάρεις στο ίντερνετ με τον περιορισμένο χρόνο που έχεις ελπίζοντας να περάσει αυτή η μέρα και να έρθει η επόμενη. Μετά οι μέρες να γίνουν μήνες και τελικά να φύγεις.
Η αίσθηση του γυρισμού είναι η καλύτερη για κάθε ναυτικό. Κοιτάς πίσω το πόσους μήνες ήσουν εκεί και είσαι περήφανος που τα κατάφερες. «Αποστολή εξετελέσθη» λες. Έκανες την δουλειά σου, πήρες τα χρήματα σου και ήρθε η ώρα να πας σπίτι σου σώος και αβλαβής. Και η χαρά δε κρύβεται. Με το που μάθεις πότε γυρνάς, το έχουν μάθει ήδη οι δικοί σου άνθρωποι και σε περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες.
Ήρθε η μέρα που ξεμπαρκάρεις, έχεις ετοιμάσει τις βαλίτσες σου, έχεις πάρει τα χαρτιά σου, χαιρετάς το πλήρωμα και κατεβαίνεις από το πλοίο. Καθώς απομακρύνεσαι από αυτό ξέρεις πως έχεις αφήσει ένα κομμάτι σου σ ‘αυτό αλλά νιώθεις ανακουφισμένος. Τελείωσαν όλα και γυρνάς σπίτι. Αφού ξεμπερδέψεις για άλλη μια φορά με τα αεροδρόμια και τα σχετικά φτάνει η ώρα που περνάς την πύλη στις αφίξεις του αεροδρομίου στην Αθήνα. Με το βλέμμα σου ψάχνεις για κάποιο οικείο πρόσωπο. Και τότε έρχονται κατά πάνω σου 2 – 3 άτομα χαμογελώντας και σε καλοδέχονται όπως σου αρμόζει. Αγκαλιές, φιλιά και δάκρυα συμπληρώνουν το κενό που δημιουργήθηκε την τελευταία φορά που ήσουν εκεί. Καθώς σου λένε το πόσο ίδιος ή διαφορετικός εμφανισιακά είσαι, το βλέμμα σου περιεργάζεται τα τοπία και βλέπεις τι έχει αλλάξει πέραν από ‘σένα. Γιατί κακά τα ψέματα, ποτέ δε γυρνάς ίδιος μετά από ένα μπάρκο.
Γνωρίζοντας πως είσαι πίσω στα πάτρια εδάφη προσπαθείς να συνηθίσεις τη ζωή στη στεριά ξανά. Να κάνεις όλα όσα σου έλειψαν και με όσους σκεφτόσουν τόσο καιρό. Είναι η ώρα που πατάς πάλι το «play» και γεμίζεις τις μπαταρίες σου μέχρι το επόμενο τηλεφώνημα για το νέο μπάρκο σου…
Το παρόν κείμενο υπογράφει ο αξιωματικός εμπορικού ναυτικού Γεώργιος Μπαμπανιώτης, και δημιουργός της ποιητικής συλλογής “Κολάζ Λέξεων-Θάλασσα Σκέψεων“