Εφορμούμενοι από τις τελευταίες εξελίξεις με την επιστροφή των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν και αναλογιζόμενοι τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ακόμα συνέπειες μιας αναβίωσης ή ενδυνάμωσης του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού, στην εν λόγω περίπτωση, ή/και κάθε είδους φονταμενταλισμού γενικότερα, όπως τις παρατηρούμε, ως απλοί θεατές, τις αναλύουμε και τις ερμηνεύουμε από την ασφάλεια και την υπεροχή που προσφέρει ο «πολιτισμένος» δυτικός κόσμος, οδηγούμαστε, αναπόφευκτα ίσως, να αναλογιστούμε τη σημασία και την επίδραση όχι της «θεωρίας των δύο άκρων», φοβούμενοι τουλάχιστον μην καταλήξουμε σε μιαν ακόμα, πολιτικής υφής, φονταμενταλιστική τάση, αλλά μιας δυνητικής θεωρίας «ταύτισης των άκρων».
Παραμένοντας στα του δυτικού κόσμου, η θεωρία των δύο άκρων, που εν πολλοίς ταυτίζει την Άκρα Αριστερά με τη Άκρα Δεξιά, αν και θεωρείται ανυπόστατη, επανέρχεται στο δημόσιο διάλογο είτε για να διαψευσθεί, είτε πιο σπάνια για να ενισχυθεί. Παρόλο που πολλά μπορούν να ειπωθούν ως προς την παραπάνω υπόθεση, αναρωτιέμαι ως προς ποια κατεύθυνση θα πρέπει να την προσεγγίσει κανείς. Επιχειρώντας μια από τα κάτω προς τα πάνω ερμηνεία, θα πρέπει αρχικά να αναλογιστούμε κατά πόσο τα ίδια τα άτομα ταυτίζονται με κάθε ένα από αυτά τα άκρα, ή ακόμα καλύτερα κατά πόσο ταυτίζονται γενικότερα με ιδεολογικο-πολιτικά σχήματα, που δεν χαρακτηρίζονται απαραίτητα ακραία.
Κι αν οι Ταλιμπάν φαντάζουν μακριά, τα παραδείγματα του δικού μας απτού, καθημερινού κόσμου είναι τόσο ζωντανά, ίσως πιο ζωντανά και πιο απειλητικά από ποτέ. Έχοντας πια απομακρυνθεί από ένα παρελθόν που πονάει, πλημμυρισμένο από πολέμους, πολέμους διε-θνικούς και ενδο-εθνικούς, ένα παρελθόν με διωγμούς, εξορίες και βαναυσότητες, με κεντρικό του σημάδι μια μόνο διάκριση – αυτή της πολιτικής ιδεολογίας –, βλέπουμε στις μέρες μας να ανακύπτουν νέες διαιρετικές τομές, που σε ένα, έκδηλο ίσως, επίπεδο είναι αποχρωματισμένες από ιδεολογικο-πολιτικές προεκτάσεις, αναδύονται όμως με μια πρωτοφανή σφοδρότητα στο πλαίσιο των νέων συνθηκών που διαμορφώνονται τις τελευταίες δεκαετίες, όντας ικανές να οδηγήσουν σε συλλογικές ταυτίσεις που ενδυναμώνουν ακραίες ιδέες και συμπεριφορές. Και αυτές οι ταυτίσεις, όπως άλλωστε συμβαίνει συνήθως, οδηγούν σε κινηματικές μορφές δράσης που τελικά συντηρούν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, παρά την ανατρέπουν.
Την εποχή της οικονομικής κρίσης οι νέες αυτές μορφές ταύτισης αφορούν τη διάκριση μνημονιακών-αντιμνημονιακών, δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων, εργαζομένων και ανέργων – ταυτίσεις που συγκροτούνται στη βάση σημαντικών για την ταυτότητα των ατόμων διαφοροποιητικών στοιχείων, απομακρυσμένων ωστόσο από μια ουσιαστική και συγκροτημένη ιεδολογικο-πολιτική βάση, όπως, για παράδειγμα, αυτή της Αριστεράς-Δεξιάς, που έχει καταλήξει να θεωρείται παρωχημένη έως και επικίνδυνη!
Η παροντική, υγειονομική αυτήν τη φορά κρίση, που όμως δεν λειτουργεί αυτόνομα από το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό πεδίο, μας οδηγεί σε άλλες μορφές ταυτίσεων, όπως η διαίρεση σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους. Οι ταυτίσεις αυτές είναι αποτέλεσμα της συγκρουσιακής επεξεργασίας ζητημάτων βαρύνουσας σημασίας που εμπλέκουν τα άτομα ιδεολογικά και συναισθηματικά, καθώς καλούνται να τοποθετηθούν ως προς αυτά, να τα κατανοήσουν και να τα διαχειριστούν. Ζητήματα που, ωστόσο, προσεγγίζονται πάλι μέσα από ένα από-ιδεολογικοποιημένο σχήμα και που καταλήγουν να λειτουργούν διασπαστικά. Και η διάσπαση στο εσωτερικό μιας ομάδας ενέχει μια λειτουργία κατά κόρον αποπροσανατολιστική.
Μιλάμε με περίσσεια άνεση για τα δικαιώματα των γυναικών που καταστρατηγούνται στο μουσουλμανικό κόσμο, όταν στην Ελλάδα έχουμε 8 γυναικοκτονίες μέσα σε λίγους μόνο μήνες. Υπεραμυνόμαστε του δικαιώματος των γυναικών να ντύνονται όπως θέλουν, ανακυκλώνοντας σε πολλές περιπτώσεις τις στερεοτυπικές αντιλήψεις των δύο φύλων. Θεωρούμε ότι είμαστε απαλλαγμένοι από προκαταλήψεις, όταν πνιγόμαστε μέσα σε αυτές, κεκαλυμμένες απλά με ένα μανδύα ελευθερίας και προοδευτισμού. Η ελευθερία όμως δεν μπορεί να στηριχτεί σε ιδέες ρηχές και σε επιφανειακά πιστεύω.
«Η ελευθερία είναι απλή, μα δεν είναι εύκολη. Έχει κόστος· θέλει θυσίες, θέλει παλικαριά και κουράγιο. Μα είναι δική μας, αρκεί να το θέλουμε».
Το παρόν κείμενο υπογράφει η Γιώτα Ροπόκη, ψυχολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας και συγγραφέας του κοινωνικού μυθιστορήματος “Μαύρα“.