Συνεντεύξεις

Το λιμάνι αργούσε να φανεί

Το λιμάνι αργούσε να φανεί. O συγγραφέας μας Όθωνας Μιχαήλ δίνει συνέντευξη για το νέο του μυθιστόρημα στην Μαρία Τσακίρη.

Η σκέψη και τα συναισθήματα υπήρχαν. Μια συναυλία του Θάνου Μικρούτσικου, ωστόσο, στάθηκε αφορμή να γίνει πραγματικότητα το βιβλίο του Όθωνα Μιχαήλ. Ένα μυθιστόρημα με θέμα την οικονομική κρίση και τις συνέπειες που ζήσαμε και συνεχίζουμε να ζούμε εμείς οι Έλληνες. Κάποιοι ίσως πολύ δραματικά, όπως ο πρωταγωνιστής του Νίκος Θεριανός, που βλέπει να πεθαίνει ακόμη και η τελευταία του ελπίδα, να φροντίσει την οικογένειά του, που λατρεύει. Μια ιστορία που θα μας αγγίξει με φόντο την Αχαϊκή πρωτεύουσα. Όπως λέει στο Vivlio-life o συγγραφέας, «πέρα από την αγάπη μου για την πόλη, οι περισσότερες εικόνες μου από την κρίση ήταν από την πόλη της Πάτρας. Σε έναν βαθμό, το βιβλίο αυτό είναι ένα κολλάζ πραγματικών και δυστυχώς θλιβερών γεγονότων που συνέβησαν κάπου στην Πάτρα την εποχή της κρίσης…»

«Το λιμάνι αργούσε να φανεί» είναι ο τίτλος του βιβλίου σας. Πρόκειται για αλληγορικό τίτλο;
Είναι ένας τίτλος κυριολεκτικός στα πλαίσια του βιβλίου, όπου το έργο στο νέο λιμάνι συμβολίζει την ύστατη ελπίδα του Θεριανού, και αλληγορικός στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας της κρίσης, όπου η σωτηρία από την τρικυμία δε φαινόταν για χρόνια στον ελληνικό ορίζοντα.

Χαρακτηρίζετε το μυθιστόρημά σας κοινωνικό και πράγματι ο αναγνώστης στα κεφάλαιά του μπαίνει στα βαθιά ενός μεγάλου κοινωνικού προβλήματος που ζει και ο ίδιος εδώ και χρόνια: οικονομική κρίση. Πώς και πότε πήρατε την απόφαση να γράψετε γι’ αυτό;
Εν μέσω της κρίσης. Η ιδέα άρχισε να σχηματίζεται μετά από μία συναυλία του Θάνου Μικρούτσικου στην Πολιτεία στην Πάτρα – από το ίδιο βράδυ στην πραγματικότητα. Αυτή ήταν η αφορμή βέβαια, γιατί το υλικό, οι εικόνες, τα συναισθήματα φαντάζομαι συσσωρεύονταν καιρό.

Πρωταγωνιστής της ιστορίας σας ο Νίκος Θεριανός. Τον συναντάμε στα 15 του, τότε που πρωτοπήγε στην οικοδομή με τον πατέρα του και κατάλαβε ότι αυτή τη δουλειά θα την αγαπούσε μια ζωή. Μέχρι ποια ηλικία παρακολουθείτε τη ζωή του;
Μέχρι εκείνη την ηλικία που ο άνθρωπος είναι τόσο μικρός που να έχει ακόμα σημαντικές οικονομικές και οικογενειακές υποχρεώσεις καθώς και όνειρα για το μέλλον, αλλά και τόσο μεγάλος που να στέκει ανήμπορος μπροστά σε βίαιες αλλαγές και να αδυνατεί να προσαρμοστεί σε αυτές. Αν και το τελευταίο συνδέεται και με την ιδιοσυγκρασία του Θεριανού.

«Κάθε άνθρωπος ψάχνει ένα λιμάνι να προστατευτεί από την τρικυμία…», γράφετε. Ποιο ήταν το λιμάνι του Θεριανού;
Η εργασία· και όχι η εργασία γενικά, αλλά η δουλειά που ήξερε πώς να κάνει και που αγαπούσε μια ζωή. Αυτό ήταν το θεμελιώδες δικαίωμα που του στέρησε η κοινωνία του ανθρώπου την εποχή της κρίσης. Είναι ίσως και αυτό ένα ακόμα αλληγορικό σκέλος του τίτλου.

Ποια πρόσωπα έχει γύρω του ο ήρωάς σας και πόσο κοντά του θα μείνουν όταν η κρίση του δείξει το πιο άσχημο πρόσωπό της;
Την οικογένειά του κυρίως, γιατί ο Θεριανός είναι ένας άνθρωπος της οικογένειας. Παρότι μένουν κοντά του στην αρχή, η κρίση αρχίζει να διαρρηγνύει ακόμα και αυτούς τους ιερούς οικογενειακούς δεσμούς. Η γυναίκα του, η Μαρία, αρχίζει να νιώθει τον κλοιό να σφίγγει γύρω τους και στο δίλλημα μεταξύ πρωτόγνωρης ανέχειας και σκληρού, επικίνδυνου και κακοπληρωμένου μεροκάματου του άντρα της θα αναγκαστεί να επιλέξει το τελευταίο. Η κόρη του, η Μυρτώ, παρά την ειλικρινή αγάπη της για τους γονείς της, σύντομα θα αρχίσει να μην αντέχει τη «μιζέρια» και το «μαράζωμα» της νέας κατάστασης στην οποία έχουν περιέλθει τόσο εκείνοι όσο και η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της και θα προτιμήσει τη μετανάστευση. Η αδυναμία τους αυτή να παραμείνουν το ίδιο ακέραιοι με τον Θεριανό, θα επηρεάσει καθοριστικά τις ενέργειές του κατά την κορύφωση του δράματος. Ανεβασμένος στη σκαλωσιά, με το σώμα του να τρέμει και αδυνατώντας να ανέβει τα τελευταία μέτρα, θα κατηγορήσει τον εαυτό του: Ξέχνα το σπίτι σου, ξέχνα τα παιδιά και το εγγόνι σου, κακομοίρη. Άμα μάθουν ότι έμεινες πάλι άνεργος, τότε είναι που δε μένουν εδώ. Τι θα κάνουν νομίζεις; Να σε έχουν και βάρος; Εσύ θα έπρεπε να βοηθάς τα παιδιά, όχι αυτά εσένα. Δεν άκουσες τι είπε η Μυρτώ; Μίζερος έχεις καταλήξει. Τα μίζερα τα μούτρα σου θα βλέπουν; Και η Μαρία, πάλι θα κλαίει, πάλι θα απελπίζεται… Πώς το αντέχεις να τη μαραζώνεις έτσι;

«Απολαμβάνει τη ζωή ανυποψίαστος και κάνει σχέδια για το μέλλον». Ώσπου…
… ο ήλιος κρύβεται και η ζωή παύει να είναι γνώριμη· ο Θεριανός θα νιώσει τότε για μια στιγμή σαν να βρίσκεται σε τόπο που δεν αναγνωρίζει καλά. Οι άνθρωποι διαχωρίζονται – όπως σε κάθε τέτοια κρίση – σε θήτες και θύματα, όλοι θύματα τελικά ενός διπρόσωπου κοινωνικού συστήματος που όσο καλοκουρδισμένο φαντάζει στις καλές του ημέρες άλλο τόσο χαοτικό και αδυσώπητο γίνεται στις μοιραίες του περιόδους υπερσυσσώρευσης. Καλό θα ήταν να το επανασχεδιάσει κάποια μέρα ο άνθρωπος…

«… και στον ωκεανό να τον ρίξεις και να του πεις ότι υπάρχει κάπου μια μικρή σανίδα, θα κολυμπάει και θα χαμογελάει». Ποια στιγμή η απογοήτευση θα τον κάνει να σταματήσει να κολυμπάει προς την ελπίδα;
Αυτό συνέβη σε δύο στάδια. Πρώτα έχασε το έργο στο λιμάνι, το ύστατο νήμα που τον κρατούσε από την προηγούμενή του κατάσταση. Την ταφόπλακα στην ελπίδα έβαλε η σκληρή πραγματικότητα του μεροκάματου της εποχής της κρίσης υπό τον αδίστακτο Παπαδημητρόπουλο, που συμβολίζει τον θήτη, θύμα και εργαλείο και εκείνος με τη σειρά του των μεγάλων εργολάβων. Όταν θα τους υποχρεώσει να περιμένουν όλη την ημέρα στο εργοτάξιο, μάταια, μήπως σταματήσει η βροχή, ο Θεριανός θα φανταστεί τον Παπαδημητρόπουλο να τους λέει: «Εγώ, ρε κοπρόσκυλα, να σας πληρώσω; Αχάριστα τομάρια… Αντί να με ευχαριστείτε για το τζάμπα ταξίδι αναψυχής, τολμάτε να μου ζητάτε να σας πληρώσω κιόλας…». Από εκείνη τη στιγμή η ελπίδα έχει πεθάνει για τον Θεριανό.

Ενώ το «μαύρο κυριαρχεί βίαια», ο ήρωάς σας «έχει ακόμα μια μικρή χαραμάδα να σπάει με το θαμπό, αμυδρό της φως το απόλυτο σκοτάδι…». Η μικρή χαραμάδα είναι ποτέ αρκετή για μια ανάσα αισιοδοξίας; Η ερώτηση είναι γενική και δεν αφορά μόνο τον πρωταγωνιστή σας.
Πιστεύω πως είναι. Βλέπετε οι άνθρωποι είμαστε από τη φύση μας αισιόδοξα πλάσματα. Κοιτάμε την απεραντοσύνη και αυτό που βλέπουμε είναι λαμπερά άστρα. Με φόντο τον βέβαιο θάνατο, κάνουμε όνειρα για μια καλύτερη ζωή, για ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά μας. Όλο το σύμπαν για εμάς μπορεί να αρχίζει και να τελειώνει σε ένα Χριστουγεννιάτικο τραπέζι ή σε μια γλυκιά κουβέντα από τους ανθρώπους που αγαπάμε. Ένα από τα χειρότερα πράγματα που συνέβη εκείνη την περίοδο ήταν ότι η κοινωνία μας στέρησε σε κάποιους ανθρώπους ακόμα και το δικαίωμα σε μια τέτοια πολύ μικρή χαραμάδα. Κάπως έτσι ήρθαν και τόσες αυτοκτονίες, πρωτόγνωρο και θλιβερό φαινόμενο για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Έτσι και η κατακρήμνιση του Θεριανού έπαψε να μπορεί να αναστραφεί όταν η χαραμάδα αυτή έκλεισε οριστικά. Όταν πια κατάλαβε ότι ήταν «μία από εκείνες τις φορές, που μάταια ελπίζει ο άνθρωπος ότι κάτι μπορεί να πάψει να είναι αυτό που πραγματικά είναι, και να γίνει αυτό που εκείνος θα ήθελε να είναι».

Ο Νίκος Θεριανός δε μας είναι άγνωστος. Είναι ένας από εμάς τους χιλιάδες Έλληνες που είδαμε τη ζωή να γλιστράει μέσα από τα χέρια μας όταν η κρίση ήρθε και… έμεινε. Τι θέλετε να κρατήσουμε από την ιστορία του;
Ότι εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται για τα μεγάλα και πολύπλοκα αλλά για τα απλά και θεμελιώδη… Άνθρωποι που αγαπούν την οικογένεια τους, τη δουλειά τους και την απλή τους ζωή και που αυτά είναι αναφαίρετα δικαιώματά τους. Ότι πίσω από τα νούμερα των στατιστικών (της ανεργίας, των αυτοκτονιών…) κρύβονται άνθρωποι με αξιοπρέπεια, που μόνο αν εστιάσουμε στις ζωές τους και τους ακολουθήσουμε στο ταξίδι τους θα νοιαστούμε πραγματικά γι’ αυτούς και θα συνειδητοποιήσουμε ότι ο αγώνας για μια πιο δίκαιη κοινωνία έχει αξία. Αυτή είναι ίσως και μία από τις δυνάμεις της τέχνης… Μας επιτρέπει να εστιάσουμε. Επίσης, ότι τέτοιες κρίσεις έχουν πόνο και ανθρώπινο κόστος και θα πρέπει να βρούμε τρόπο να τις αποτρέπουμε. Τέλος, την αλληλεγγύη. Σαν και αυτή που επέδειξε ο Θεριανός παραμερίζοντας για λίγο τα δικά του προβλήματα και σώζοντας τον Χρήστο και σαν την μετέπειτα ειλικρινή «αποπληρωμή» που επιχείρησε ο Χρήστος.

Το βιβλίο σας έχει ως κεντρικό θέμα την οικονομική κρίση. Ωστόσο ήρθαν και άλλα σοβαρά προβλήματα να εντείνουν το υπάρχον πρόβλημα, όπως ο covid-19 που κυριολεκτικά αποδεκάτισε κάποια επαγγέλματα. Πώς θα αντιμετώπιζε σήμερα ο ήρωάς σας αυτή τη νέα θλιβερή κοινωνική σελίδα;
Νομίζω ότι στην τρέχουσα κατάσταση αντέχουμε περισσότερο. Είμαστε μαθημένοι και καλύτερα προετοιμασμένοι. Επιπλέον, είμαστε πιο ενωμένοι αυτή τη φορά, ναι, με τις βαθιές διαφορές μας που συνεχίζουν να υπάρχουν, αλλά με περισσότερη κατανόηση ο ένας για τον άλλον, η μία κοινωνική ομάδα για την άλλη. Παίζει μεγάλο ρόλο αυτό κατά τη γνώμη μου. Ο «εχθρός» είναι κοινός αυτή τη φορά. Η οικονομική κρίση μας βρήκε μετά από μια μακρά περίοδο έντονου ατομισμού. Με το ξέσπασμα της κρίσης, κάθε άνθρωπος έψαχνε ένα λιμάνι για τον εαυτό του· κάθε κοινωνική ομάδα για τον εαυτό της και ορισμένες φορές εναντίον άλλων κοινωνικών ομάδων. Και η κάθε κοινωνική ομάδα είχε ίσως την ψευδαίσθηση ότι θα βγει αλώβητη. Η προηγούμενη οικονομική κρίση έδινε φανερά την αίσθηση μιας εσωτερικής (και εξωτερικής) σύγκρουσης. Ο ήρωας Θεριανός συμβολίζει για εμένα το τραγικό θύμα των συνεπειών αυτής της σύγκρουσης και θεωρώ ότι μόνο σε ένα τέτοιο περιβάλλον νοείται η ύπαρξή του. Το κοινό στοιχείο όλων των οικονομικών κρίσεων κατά τη γνώμη μου είναι αυτό που πολύ εύστοχα είχε επισημάνει το 2009 (παραφράζοντας το διάσημο απόφθεγμα του Τσώρτσιλ) ο νομπελίστας οικονομολόγος Joseph Stiglitz: «Ποτέ δεν είχαν τόσα πολλά χρήματα μεταφερθεί από τόσους πολλούς σε τόσους λίγους». Ίσως αυτό να είναι το μεγάλο μήνυμα που, ποιος ξέρει, μπορεί κάποια ημέρα να αλλάξει την κοινωνία του ανθρώπου και να απαλλαγεί ο άνθρωπος από τέτοιες τραγικές και βίαιες κατακρημνίσεις: «Πόσα χρήματα χρειάζεται ο άνθρωπος τελικά;» θυμίζοντας φυσικά και το πάντα επίκαιρο «Πόση γη χρειάζεται ο άνθρωπος;» του Τολστόι.

Σπουδάσατε στην Πάτρα και πριν από μια δεκαετία ανακηρυχθήκατε Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της στην Επιστήμη των Υπολογιστών. Η αγάπη σας για την πόλη είναι και ο λόγος που τοποθετήσατε την ιστορία σας εκεί;
Φυσικά την αγαπώ την Πάτρα. Μεγάλωσα στην Αθήνα, αλλά από 18 χρονών βρέθηκα στην Πάτρα για σπουδές, παντρεύτηκα εδώ, η Βίκυ είναι από την Πάτρα, εδώ γεννήθηκαν τα δύο από τα τρία παιδιά μας. Σε σχέση με την ιστορία του βιβλίου, πέρα από την αγάπη μου για την πόλη, οι περισσότερες εικόνες μου από την κρίση ήταν από την πόλη της Πάτρας. Σε έναν βαθμό, το βιβλίο αυτό είναι ένα κολλάζ πραγματικών και δυστυχώς θλιβερών γεγονότων που συνέβησαν κάπου στην Πάτρα την εποχή της κρίσης.

Έχετε κάνει πολλές επιστημονικές δημοσιεύσεις σε συνέδρια αλλά και περιοδικά και συμμετείχατε στη συγγραφή ενός επιστημονικού βιβλίου. Τι ήταν εκείνο που σας έκανε να καταπιαστείτε με τη μυθοπλασία;
Νομίζω ότι τόσο η επιστημονική έρευνα όσο και η διαδικασία παραγωγής ενός λογοτεχνικού έργου έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, όπως το ότι αφήνουν χώρο για σκέψη και δημιουργικότητα, και φαντάζομαι απλώς με κέρδισαν τελικά. Στην πραγματικότητα, οι πρώτες μου λογοτεχνικές προσπάθειες προηγήθηκαν της επιστημονικής έρευνας.

ΠΗΓΗ: VIVLIOLIFE

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΑΡΓΟΥΣΕ ΝΑ ΦΑΝΕΙ