Άρθρα - απόψεις

Παλεύοντας με έναν ίλιγγο αλλιώτικο

ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΩΡΑΙΟΠΟΥΛΟΥ

Έχει δυο-τρία απογεύματα τώρα που ασχολούμαι, απασχολούμαι και πειραματίζομαι με το φαινόμενο της διάθλασης. Ναι εκείνη την ενότητα που διδασκόμασταν στη Φυσική του γυμνασίου. Ψάχνω θέσεις μέσα στο σπίτι, ώστε να παρατηρώ τον τρόπο, με τον οποίο το διάχυτο φως του έξω που ρίχνει ο ήλιος και λούζει τις πόλεις, τους δρόμους, τις αυλές, τα μπαλκόνια εισέρχεται με ευθύγραμμα άρματα, σαν κεχρυσωμένα βέλη μέσα στο σπίτι. Αλλάζω μέρη, οπτικές γωνίες, κάθομαι, ξαπλώνω, ανεβαίνω σε καρέκλες προσπαθώντας να προσαρμόζω το οπτικό μου κλείστρο, τα αντικείμενα που τρυπάει το φως και το σημείο που πέφτει, επιδιώκοντας κάθε φορά μια διαφορετική εικόνα, μιαν αλλιώτικη σύλληψη.

Χθες γέμισα ένα ποτήρι με νερό και έβαζα μέσα του αντικείμενα. Έκανα το κλασικό, μίνι πείραμα με το μολύβι, βυθίζοντας το μισό, με αποτέλεσμα να φαίνεται λυγισμένο και θυμήθηκα ότι οι γλάροι, λέει, έχουν την νοητική ικανότητα να υπολογίζουν τη σωστή θέση του ψαριού στη θάλασσα και όχι αυτή που κοροϊδευτικά προσφέρει η εικόνα και το μάτι.

{ Αλλά εμείς μόνο γλάροι δεν είμαστε. }

Μετά σαν παιδί δοκίμασα και άλλα πράγματα ξεχνώντας εντελώς τη διάθλαση, άλλωστε ποτέ δεν με ενδιέφερε. Έριξα ένα αυγό στο ποτήρι και το παρατηρούσα από διαφορετικά πρίσματα. Το ίδιο και με ένα κέρμα. Και με το ρολόι μου -χωρίς το λουράκι φυσικά- και ανάλογα με το σημείο που κοιτούσα, μεγάλωνα και σμίκραινα το χρόνο. Σίγουρα ο Ταρκόφσκι δεν εννοούσε αυτό με το σμιλεύοντας το χρόνο. Έβαλα μέχρι και τα γυαλιά μου στο ποτήρι με το νερό ξεγελώντας την όρασή μου και εμένα.

Μια σταγόνα ήθελε να δραπετεύσει και τα κατάφερε. (Το νερό ήταν και θα είναι πάντα άναρχο, αναρχικό, η αρχή των πάντων). Ξεπήδησε από το ποτήρι και προσγειώθηκε στη γυάλινη επιφάνεια του τραπεζιού. Την ακούμπησα με το δάχτυλό μου και βάλθηκα να τη στροβιλίζω πάνω στο γυαλί. Ο ήχος που έβγαζε το νερό, καθώς το έτριβα μου θύμιζε κάτι μουγκανητά από βουβούς χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων που έβλεπα παιδάκι, για την ακρίβεια -για να το αποδώσω εύστοχα- η σταγόνα νερού έκανε σαν τον Ντόναλτ Ντακ.

Για να γίνω πιο σαφής: Καραντίνα (ημέρα τάδε) χρησιμοποιώντας το λεξιλόγιο των σόσιαλ μίντια και των χρηστών που προσπαθούν να εφεύρουν τρόπους να συμβαδίσουν μάταια με τις ιστορικές συνθήκες, αφού όπως έλεγε ο Ντεμπόρ: δεν έχουμε γλώσσα να συμβαδίζει με τα γεγονότα.

Για να γίνω πιο ειλικρινής, όλο αυτό με τη διάθλαση αποτελεί την αγαπημένη μου ασχολία. Επιδίδομαι και παραδίνομαι αυτόβουλα σε μια ασυνείδητη διεργασία. Κάνω αυτό που μου έλεγαν από μικρό να μην κάνω. ‘’Μην χαζεύεις Χρήστο!’’. Μόνο που τις μέρες αυτές αυτό το χάζεμά μου που ποτέ μου δεν περιόρισα και μέσα σε αυτό κυοφόρησα τις ωραιότερες μου σκέψεις, τα γραψίματά μου, το βιβλίο μου και την ηρεμία μου, λειτουργεί ως όπλο απέναντι στον εγκλεισμό στο σπίτι και σε ό, τι συμβαίνει σήμερα, που δυστυχώς άνθρωποι δυσκολεύονται να πάρουν ανάσα και άλλοι πεθαίνουν και κηδεύονται σχεδόν μόνοι.

Σπαταλώ παραγωγικά την ώρα μου/ Δαμάζω τα λεπτά με επίχρυσα χαλινάρια/ Σμιλεύω το χρόνο/ κολυμπάω στη χλιδάτη πισίνα του ρολογιού και βλέπω τους δείκτες να φλέγονται.

Και να τώρα, καθώς υπολογίζω την ηλικία του γραφείου από ξύλο κερασιάς μετρώντας τα καμπυλωτά σχήματα που θυμίζουν το γράμμα λάμδα, ο νους μου ξεφεύγει, διαφεύγει, καταφεύγει στις ρακόμπυρες στο στέκι με τους φίλους, από όπου παρήλαυναν οι δάσκαλοι της μεγάλης οθόνης και του βιβλίου και έπιναν μαζί μας. Ο Κιούμπρικ, ο Λιντς, ο Χίτσκοκ και στα εγχώρια ο Τριανταφυλλίδης, ο Νικολαΐδης, ο Βακαλόπουλος και γαμώτο μακάρι να γεννιόμασταν τότε και μετά συναινούσαμε στο ότι έπρεπε να διαβάσουμε όλον τον Μπόρχες και τον Καρούζο, αλλά και Σικελιανό, βέβαια ο Σεφέρης τα είχε πει όλα και χρίζαμε οσίους τον Ρέιμοντ Κάρβερ και τον Τρούμαν Καπότε. Καθόμασταν μεσημέρι και φεύγαμε μεσάνυχτα και δώσ’ του ο Βάγγος το καρέλι φίλτρο και ‘’Σίμο φέρε άλλη μια’’.

Και να τώρα, καθώς υπολογίζω την ηλικία του γραφείου από ξύλο κερασιάς μετρώντας τα καμπυλωτά σχήματα που θυμίζουν το γράμμα λάμδα, ο νους μου ξεφεύγει, διαφεύγει, καταφεύγει σε εκείνη που άφησα πριν κλειστώ στο σπίτι και αυτοπεριοριστώ επ’ αόριστον, Σε εκείνη με τις απαλές παρειές, τα άπεφθα μεγάλα κρύσταλλα που είχε βαλμένα για μάτια, τις δυο ρόδινες γραμμές που έφερε για χείλη. Εκείνη που καθίσαμε ένα βράδυ ολόκληρο και μιλούσαμε και κοιτιόμασταν και δεν πρόλαβα ούτε να φιλήσω.

Και να τώρα, καθώς υπολογίζω την ηλικία του γραφείου από ξύλο κερασιάς μετρώντας τα καμπυλωτά σχήματα που θυμίζουν το γράμμα λάμδα, ο νους μου ξεφεύγει, διαφεύγει, καταφεύγει σ’ εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ στο πλοίο που ύπνος δεν με έπιασε και καρέκλα δεν βρήκα και έπινα μπύρες κάτω από το φουγάρο. Ο αέρας φυσούσε γλυκά και κάτι μικρά φωτάκια μόνο ξεχώριζαν τη στεριά από τη θάλασσα μέσα στο σκοτάδι και θυμάμαι που ένιωσα το πλοίο σαν έναν άλλο κόσμο, σημείο χαμένο στο σύμπαν μακριά από το λιμάνι που άφησα και εξίσου μακριά από το λιμάνι που θα φτάσω, μέχρι που κατέβασα τη βαλίτσα μου στη Χίο.

Όλο αυτό το χάζεμα που λατρεύω και υμνώ και δοξάζω για να μην ξεχάσω τη ζωή, να μη συνηθίσω και δεχθώ αυτό το τηλέ- ως κανονικότητα. Τηλεργασία, τηλεκπαίδευση, τηλεσούπερ-μάρκετ, τηλεζωή, τηλεγαμήσι, τηλετηλέ. Και ποιον εαυτό σου να βρεις , όταν δεν συναναστρέφεσαι άλλους; Καλά τα είπε ο Ροζάνης, ανέκαθεν καλά τα έλεγε. Άμα δεν βρεθούμε με τα παιδιά, άμα δεν την αγγίξω, άμα δεν παρατηρήσω πρόσωπα στους δρόμους να τρέχουν, πώς και γιατί να κοιτώ το δικό μου στον καθρέφτη;

{ Αλλά εγώ κρατιέμαι χαζεύοντας,                                                                                                      

   στη θύμησή μου φέρνοντάς σε                                                                                               

  και θα ανταμώσουμε ξανά και όλοι                                                          

    θα το δεις }           

Δείτε τη συλλογή διηγημάτων του Χρήστου Ωραιόπουλου ΛΑΒΕΤΕ ΦΑΓΕΤΕ             

Η φωτογραφία είναι του Δημήτρη Τσίπα