Την ίδια μέρα γιόρτασαν οι χριστιανοί τη Λαμπρή τους και οι Τούρκοι το μπαϊράμι τους – έτσι έτυχε. Η γριά η εκκλησάρισσα της Σωτήρας τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου, αφού έκαναν οι χριστιανοί Ανάσταση κι απόλυσε η εκκλησιά, κλείστηκε στο κελί της μέσα, διπλοαμπάρωσε την πορτίτσα της κι έβαλε για καλό και για κακό από πίσω και το φορτσέρι της γεμάτο μ’ όλο της το νοικοκυριό, γιατί το τούρκικο ξεφάντωμα μπορούσε να ξεσπάσει πάνω της.
Έξαφνα χτυπά τρεις φορές η πόρτα της, τακ, τακ, τακ… Άλλες τρεις φορές χτύπησε κι η καρδιά της εκκλησάρισσας.
– Αν είσαι χριστιανός, να σε πολυχρονάει ο μεγαλοδύναμος κι αν είσαι Τούρκος, πάλι καλωσόρισες.
– Άνοιξε γρήγορα, γειτόνισσα, και μη φοβάσαι, εγώ είμαι.
– Μπα! εσύ ‘σαι, γειτόνισσα; Και τι γυρεύεις τέτοια ώρα;…
Η πορτίτσα του κελιού ανοίγει. Το κατάλευκο χούφταλο η εκκλησάρισσα, υποδέχεται το κατάμαυρο σκέλεθρο, μια γριά Αραπίνα φιλενάδα της, που καθόταν μέσα σ’ ένα χάλασμα της γειτονιάς. Η πορτίτσα ξανάκλεισε. Η Αραπίνα μιλά πρώτη:
– Τώρα που ησύχασε ο κόσμος όλος κι οι χαροκόποι τραβήχτηκαν στα σπίτια τους, ήρθε κι εμένα η αράδα μου να γιορτάσω το μπαϊράμι μου στο τρυπόσπιτό μου μέσα. Έκαμα ν’ απλώσω πάνω σε κάτι πέτρες τ’ αποφάγια των αγάδων που ‘χα σ’ ένα χαρτί τυλιγμένα και τότε σε συλλογίστηκα, ζάβαλη γειτόνισσα, κλεισμένη καταμόναχη στο κελί σου, ξημερώνοντας η Λαμπρή σας∙ σε ψυχοπόνεσα, τύλιξα πάλι τ’ αποφάγια και είπα μέσα μου: «Κακόμοιροι χριστιανοί! Σκλάβοι κι εσείς, σκλάβοι κι εμείς. Πιο φτωχοί εμείς, μα πιο δυστυχισμένοι εσείς, γιατί γινήκατε δούλοι στον ίδιο τον τόπο, που μια φορά ήσαστε αφεντικά». Ας πάω λοιπόν, είπα, να γιορτάσουμε μαζί, αυτή τη Λαμπρή της κι εγώ το μπαϊράμι μου. Ξεκίνησα κι ήρθα. Κι ακούμπησε το μικρό της δέμα πάνω στο ξεχαρβαλωμένο τραπεζάκι του κελιού.
Σηκώνεται τότε η εκκλησάρισσα γελαστή και ψάχνει μέσα στην κασέλα της. Βγάζει ένα κόκκινο αυγό και το δίνει στην Αραπίνα. Το παίρνει εκείνη μ’ ευχαρίστηση μεγάλη, σηκώνει το χέρι της και το παρατηρεί γύρω-γύρω στο φως του λυχναριού με χαρά μικρού παιδιού και το θαυμάζει σαν κανένα σπάνιο και περίφημο πράγμα. Η γριά εκκλησάρισσα έρχεται σιγά-σιγά, κάθεται κοντά της και, έξαφνα, κάνει τσακ μια και της το σπάζει με το άλλο κόκκινο αυγό που είχε κρυμμένο στο άλλο της το χέρι, ξεκαρδισμένη στα γέλια για το κατόρθωμά της.
Το κελί είναι μισοσκότεινο. Το λυχνάρι μόλις και φέγγει. Ζυγώνουν κοντά-κοντά, μάγουλο με μάγουλο, τα δυο γεροντικά κεφάλια, κάτασπρο το ένα, κατάμαυρο το άλλο, και φιλιούνται…
(Δημήτριος Καμπούρογλου)