Από μακριά φάνηκαν τα φώτα του νησιού. Οι ταξιδιώτες αναθάρρησαν.
– Να, φτάνουμε σε λίγο, υπομονή. Αλλαχού Ακμπάρ!
Ένα μεγάλο κύμα ήρθε καταπάνω τους. Οι γυναίκες τσίριξαν. Ο Αχμέτ χάθηκε από την αγκαλιά της μάνας του. Αγκάλιασε το κύμα και αυτό τον κατάπιε. Η μάνα ούρλιαξε και όρμησε στο κατόπι του.
– Μάμα, πού πήγε ο φίλος μου, ο Αχμέτ;
– Στη θάλασσα, να γίνει καπετάνιος, όπως ονειρευότανε.
– Πότε θα ξαναβγεί στη βάρκα;
– Ποτέ. Τώρα θα συναντήσει τη γοργόνα και τα μεγάλα ψάρια. Κι όταν θα βρει το θαλασσινό τζίνι, τότε θα γίνει καπετάνιος. Και θα ζει εκεί στο βυθό σα βασιλιάς, παρέα με ό,τι πεθυμούσε.
– Και η μάμα του θα είναι παντα δίπλα του Μάλικα, βασίλισσα;
– Μάμα, φτάσαμε;
– Ναι.
– Πού;
– Εκεί που θέλει ο Αλλάχ.
– Και ο Αχμέτ;
– Εκεί που θέλησαν οι άνθρωποι.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.