Με ψίθυρους αχνούς, στο φως στο έρεβος
αθόρυβα περπάτησα στον κόσμο
μακριά απ`τις κραυγές που με πληγώνανε
μα τώρα δες, μες στη σιωπή πόσο μερώνω
σαν παίζει μουσική γλυκιά και νιώθω έτοιμος
να βγω στα γνώριμά μου μονοπάτια
σαν το παιδί που αλητεύει και ξεχάστηκε
ολημερίς στο γέλιο, στο παιχνίδι.
Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος
Συγγραφέας:
Δημήτρης Παπακωνσταντίνου,Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λάρισα. Σπούδασε στο τμήμα Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. Σήμερα ζει στην Κοζάνη μαζί με τη σύζυγό του και τις δυο τους κόρες και εργάζεται ως καθηγητής Μ.Ε.
Πρωτοεμφανίστηκε με την ποιητική συλλογή “Μικρή Περιήγηση” που εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1996, από τις εκδόσεις της “Νέας Πορείας” και υπό την επιμέλεια του αείμνηστου κ.Τηλέμαχου Αλαβέρα. Παρουσίαση και κριτική αυτής της συλλογής δημοσιεύτηκε από τον καθηγητή και ποιητή κ. Π.Β. Πάσχο στη “Νέα Εστία”(τεύχος 1683/15-8-1997). Ποιήματα του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί στο περιοδικό “Νέα Πορεία”.
2 κριτικές για Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος
Μόνο συνδεδεμένοι πελάτες που έχουν αγοράσει αυτό το προϊόν μπορούν να αφήσουν μία αξιολόγηση.
Βάρος | 0.5 kg |
---|---|
Συγγραφέας | Δημήτρης Παπακωνσταντίνου |
Σελίδες | 48 |
Διαστάσεις | 16 x 23 cm |
Εκδοτικός οίκος | Εκδόσεις Πηγή |
Γιώργος Δελιόπουλος, Fractal –
Όλοι μας έχουμε χαμένα χρόνια […]
Είκοσι χαμένα χρόνια πάντα χρειάζονται για ένα φιλόδοξο παρόν.
(Τίτος Πατρίκιος, Χαμένα Χρόνια)
Είκοσι χρόνια –σε καμιά περίπτωση όμως χαμένα- πέρασαν από την πρώτη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, τη «Μικρή Περιήγηση» από τις εκδόσεις της Νέας Πορείας, υπό τη διεύθυνση του αείμνηστου Τηλέμαχου Αλαβέρα. Μετά απ’ αυτό το διάστημα της εκούσιας σιωπής και απουσίας του από το ποιητικό προσκήνιο, ο ποιητής επιστρέφει με τη δεύτερη ποιητική του συλλογή από τις εκδόσεις Πηγή, με τον τίτλο «Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος».
Εμμέσως, στον τίτλο ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου χαρακτηρίζει τα ποιήματά του ψιθύρους. Ο ψίθυρος, αυτή η ελάχιστης έντασης φωνή, είναι η ποιητική του γλώσσα. Μέσα από τους ψιθύρους του μας εμπιστεύεται προσωπικές του στιγμές, χαρές, απώλειες και λύπες, που τον χάραξαν ως φυσικό και ποιητικό υποκείμενο. Ταυτόχρονα, ο ψίθυρος είναι υποδηλωτικός μιας ταπεινότητας, με την οποία τα ποιήματα της συλλογής και ο ποιητής πίσω από τους στίχους περιδιαβάζουν τον κόσμο. Όπως πολύ χαρακτηριστικά δηλώνει στο ποίημα «Μες στη σιωπή»:
Με ψίθυρους αχνούς, στο φως στο έρεβος
αθόρυβα περπάτησα τον κόσμο
Εκείνο που διακρίνει κανείς με την πρώτη ανάγνωση και απαγγελία στα ποιήματα του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου είναι ένας εσωτερικός ρυθμός, υπαγορευμένος από σκόρπιους ή συνεχείς ιαμβικούς στίχους, ο οποίος σε παίρνει από το χέρι με τους πρώτους στίχους και σε ταξιδεύει στο νόημα και την ατμόσφαιρα του ποιήματος μέχρι τέλους. Τα ποιήματα, αν και ελευθερόστιχα, διαβάζονται και απαγγέλονται αβίαστα, χωρίς να σκοντάφτει η ροή του λόγου σε κανένα σημείο. Αυτό το στοιχείο αποτελεί μια κατάκτηση του ποιητή μέσα από μια μακρά διαδικασία ωρίμανσης της ποιητικής του έκφρασης. Πρόκειται,
λοιπόν, για μια ποιητική γλώσσα λυρική, πλούσια σε εκφραστικά μέσα (παρομοιώσεις, μεταφορές) και με μια ιδιαίτερα υποβλητική εικονοπλασία, όπως στη «Μέθη του καλοκαιριού».
Στον κάμπο που αναγάλλιασε ζωή μακριά ως τη θάλασσα
Εκόπασε η βροχή στάλα τη στάλα
Κι ο ήλιος γιορτινός χρυσοκλωστές εκρέμασε
Απ’ τις νεφέλες που τ’ αγέρι ταξιδεύει.
Άλλα ποιήματα μοιάζουν σαν να γράφτηκαν με μια ανάσα, σαν να «ήρθε μόνη της η λέξη», ενώ άλλα μοιάζουν πιο δουλεμένα, καρπός μιας μακράς αναμέτρησης του ποιητή με τον στίχο, λες κι «η ποίηση αρνιόταν πεισμωμένα». Ορισμένα ποιήματα αφηγούνται μια ιστορία ή ένα παραμύθι όπως το εξαιρετικά ενδιαφέρον και επίκαιρο «Ένας μικρός-μεγάλος άνθρωπος», ενώ σε άλλα αισθάνεσαι ότι ο ποιητής αιχμαλωτίζει με τους στίχους του μια εικόνα, μια σκηνή ή ένα συναίσθημα, όπως στα καλοδουλεμένα χαϊκού του. Τα χαϊκού του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου αποτελούν μια συναισθηματική εξομολόγηση με εικόνες τόσο της φύσης όσο και του σύγχρονου αστικού τοπίου, ενώ παρουσιάζονται με μια ευπρόσδεκτη καινοτομία, όχι εντελώς αυτόνομα αλλά σε κοινές ομάδες με έναν γενικό τίτλο.
Κίτρινα φύλλα
στον άνεμο χορεύαν
καθώς περνούσες.
Σ’ αυτή τη συλλογή ο ποιητής παρατηρεί και καταγράφει, κοιτώντας μέσα από ένα διπλό τζάμι, το μισό φωτεινό και το άλλο μισό σκοτεινό, το μισό στο φως και το άλλο μισό στο έρεβος. Αν θέλαμε να ομαδοποιήσουμε θεματικά τα ποιήματα, θα λέγαμε ότι τα σημεία εστίασης του ποιητικού του στοχασμού είναι τρία: ο γύρω του κόσμος, οι αγαπημένοι του Άλλοι και τέλος ο ίδιος του ο εαυτός.
Παρατηρώντας τον γύρω του κόσμο, μιλά για την άγρια φύση των ανθρώπων, για τον τρόμο και την απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, για τη μονότονη ρουτίνα της καθημερινότητας, για τη δική του συνενοχή και λύπη. Η ποίησή του, όμως, δεν κινείται μόνο σ’ ένα γενικό, αφηρημένο και καθαρά στοχαστικό επίπεδο. Μιλά και για το σήμερα, αγγίζει σύγχρονα προβλήματα, όπως την τρομοκρατία και το προσφυγικό στα ποιήματα «Ο Τρόμος» και το «Κεντρικό δελτίο». Ωστόσο, παρατηρώντας τον γύρω του κόσμο, η ποιητική του ματιά δεν τελματώνεται στα σκοτεινά σημεία˙ ανασκάπτει παράλληλα την ελπίδα στη χαμένη αθωότητα, στην παιδικότητα, στα όνειρα και στην κρυμμένη «άνοιξη κάτω απ’ τα βλέφαρα των ονειροπαρμένων».
Στην ποίηση του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου η συντροφικότητα, ο έρωτας και η αγάπη είναι κυρίαρχες αξίες. Ο αγαπημένος Άλλος είναι πανταχού παρών, άλλοτε ως ανάμνηση, ως μια σκιά στους τοίχους, έχοντας φύγει κι έχοντας
αφήσει έντονο το σχήμα της απουσίας του, ενώ άλλοτε συντροφεύει με τη φυσική του παρουσία, ως απτή οντότητα.
Δωσ’ μου το χέρι σου να κατεβούμε τα σκαλιά
Πολύ αγαπιέται η ζωή τα μεσημέρια
(Στη μέθη του καλοκαιριού)
Με το θολό του χωρισμού, με το μαβί του έρωτα
ωραία θα ’ταν τα υγρά γλυκά σου μάτια.
(Ωραία θα ’ταν)
Ο ποιητής, στοχαζόμενος και μιλώντας για τον κόσμο και τους αγαπημένους του, καταλήγει να εξετάζει τον ίδιο του τον εαυτό στον καθρέφτη σαν θεατής έργου. Σε πολλά σημεία το ποιητικό του υποκείμενο συμπλέκεται και ταυτίζεται με τον κόσμο που το περιβάλλει, με αγαπημένα του πρόσωπα και μέρη. Όλα αυτά αποτελούν κομμάτια του είναι του, όπως και το είναι του αποτελεί κομμάτι του κόσμου και των αγαπημένων του.
Πλύναμε με ιδρώτα τα ντουβάρια του […]
Δε βλέπαμε αν ήταν φτωχικό.
Κομμάτι ήταν απ’ το ίδιο το κορμί μας
ή μάλλον, το κορμί μας ήτανε κομμάτι του
(Το σπίτι ΙΙ)
Πριν τελειώσουμε, όμως, απομένει μια εκκρεμότητα ν’ απαντηθεί. Τελικά, ο ποιητής πού στέκεται; Πού ανήκει η ποίησή του; Στο φως ή στο έρεβος; Νομίζω πως τα ποιήματα της συλλογής ξύνουν το σκοτάδι του κόσμου, σε καμιά περίπτωση δεν το αποκρύπτουν ούτε το αρνούνται. Ωστόσο, εγκαθίστανται στο φως, στην άνοιξη που περιμένει μετά τον χειμώνα και καταλήγουν με μια σαφώς διατυπωμένη κατάφαση στους κρυμμένους παραδείσους της ζωής.
Κι άκουγα πάλι απ`την αρχή σαν να μην το ’ξερα
το αλφαβητάρι της χαράς και της αγάπης
να φτιάχνει λέξεις μαγικές σα μουσική
στου παραδείσου τη γιορτή νύχτα και μέρα.
(Κι άκουγα τότε απ’ την αρχή…)
Δήμος Χλωπτσιούδης –
Μερικές φορές το πέρασμα του χρόνου για έναν ποιητή δεν φανερώνει μόνο πόσο αφουγκράζεται την κοινωνία, αλλά του επιτρέπει να ωριμάσει και καλλιτεχνικά, του δίνει χρόνο να πειραματιστεί. Έτσι, μοιάζει να τον αξιοποίησε και ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου που επιστρέφει είκοσι χρόνια μετά την πρώτη του ποιητική συλλογή με το «Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος» (Πηγή, 2016).
Το ύφος του Παπακωνσταντίνου είναι ήπιων τόνων. Ο ποιητής ελέγχει τη συναισθηματική ένταση και αποφεύγει τις εξάρσεις. Το λυρικό στοιχείο με τη δυναμική και αβίαστη εισαγωγή του φυσικού και τη νωχελικότητα, αποκαλύπτει τη βιωματική σχέση του δημιουργού με το φυσικό περιβάλλον κατά το πρότυπο της «ποίησης της περιφέρειας»[1]. Βοηθά τον ποιητή όχι μόνο στην εικονοποιία, με τους φυσικούς αυθόρμητους χρωματισμούς, μα και στον έλεγχο της έντασης και του στιχουργικού ρυθμού, αποφεύγοντας τον ελεγειακό θρήνο.
Αξιοποιεί τη θρησκευτική παράδοση με ιδιαίτερη μαεστρία. Εντάσσει με χαρακτηριστική φυσικότητα στη στιχουργική του όρους από το θρησκευτικό βίο μέσα στο υπαρξιακό-λυρικό πεδίο της ποιητικής του (ο χρόνος ΙΙΙ, άγγελοι, στο μονοπάτι). Άλλοτε μιμείται το αποκαλυπτικό ύφος θυμίζοντας στη σολωμική παράδοση (είπε η φωνή) ή βιβλικές αναφορές (επιστροφή, κατ’ εικόνα, το μέτρο).
Τα δε ποιητικά παραμύθια του (ένας μικρός-μεγάλος άνθρωπος, παραμύθι) αναδύουν ένα σύμπλεγμα λυρισμού και φαντασίας, που ριζώνουν στην κοινή μυθική εμπειρία του κοινού. Προσφέρουν όμως μία εκφραστική διέξοδο στον δημιουργό για να θίξει ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα (εξομολόγηση) μέσα από την αλληγορική διάσταση των παραμυθιών.
Παράλληλα, αξιοποιεί τη μυθολογική παράδοση μέσα από τη δυναμική της ανοικείωσης (στοές, επιστροφή). Μέσα στο ήπιων τόνων κλίμα η διαφορετική διαχείριση των μύθων ξαφνιάζει το κοινό. Η ανοίκεια αντιμετώπισή τους ενισχύει τον υπαρξιακό λυρισμό της εκφραστικής του. Άλλοτε οι μύθοι αξιοποιούνται σε κοινωνικές αναφορές (προφητικό).
Άλλωστε, κοινωνικές παραστάσεις διανθίζουν διαρκώς την ποιητική του Παπακωνσταντίνου (ο τρόμος, στην έρημη πλατεία, λες και γινότανε, προάστια). Οι κοινωνικές εικόνες συμπλέκονται με τις υπαρξιακές αναφορές για τη μνήμη (το σπίτι Ι, ΙΙ, σκιές, κι άκουγα τότε από την αρχή) και το χρόνο (ο χρόνος ΙΙ, ΙV, V) ή εκφράζουν έναν βουβό οδυρμό (κεντρικό δελτίο, προφητικό, στην κεντρική λεωφόρο) που εκχέουν έναν λυρικό πόνο εκφραζόμενο σε ήπιο ύφος. Ας σημειώσουμε όμως πως οι κοινωνικές αναφορές δεν μένουν απλά στη περιγραφή ενός στιγμιότυπου, έστω και λυρικά. Διαστέλλουν το χρόνο και αποκτούν έναν χαρακτήρα διαχρονικής κριτικής για τις παθογένειες μιας κοινότητας που φέρνει άλγη στο δημιουργό και τα μέλη της.
Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και ο νεωτερισμός του στα χαϊκού, καθώς επιχειρεί να συνδέσει την ιαπωνική παραδοσιακή φόρμα με την Νεότερη ελληνική στιχουργική νόρμα (αναμνήσεις, καληνύχτα, σιωπή). Έτσι, τα τρίστιχα χαϊκού εντάσσονται σε μία γενικότερη σύνθεση ως στροφές, καταργώντας στην πραγματικότητα την παραδοσιακή αυτοτέλειά τους και προσφέροντας μία ιδιαίτερη εκφραστική διέξοδο. Παράλληλα, οι τίτλοι στις συνθέσεις (μία άλλη καινοτομία που έχουμε ξανασυναντήσει σε ελληνικά χαϊκού) συμπληρώνουν τον υβριδικό χαρακτήρα των συνθέσεων ενισχύοντας τον πειραματικό εξελληνισμό τους. Πρόκειται για έναν άλλο πειραματισμό από τους πολλούς που έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια[2] στην αξιοποίηση της ιαπωνικής φόρμας, και οι οποίες εμπλουτίζουν τον ποιητικό διάλογο μέσα από τον συνεχή πειραματισμό.
Βέβαια, ο πειραματικός χαρακτήρας στη στιχουργική του Παπακωνσταντίνου διακρίνεται ακόμα και στη στοίχιση των ποιημάτων της συλλογής. Οι διασταυρώσεις των συνθέσεων ανά δύο σελίδες, αριστερά και δεξιά, αριστερής και δεξιάς στοίχισης, μοιάζουν να αντιδιαστέλλουν τα ποιήματα της συλλογής σαν σε έναν σκηνικό διάλογο. Το ίδιο πειραματικά εκθέτει και τους τίτλους, οι οποίοι είναι είτε μονολεκτικοί είτε αποτελούν ονοματικό σύνολο (ουσιαστικό και επίθετο), σχεδόν πάντα έναρθροι και με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα και μία τέλεια στο τέλος.
__________________
[1] βλ. Δήμος Χλωπτσιούδης, Προσεγγίζοντας την ποίηση της περιφέρειας, vakxikon, τεύχ. 34 (Ιούνιος, 2016).
[2] Χαρακτηριστικός είναι ο νεωτερισμός της Τζένης Φουντέα-Σκλαβούνου («γάλα σε σκόνη», Μανδραγόρας, 2013) με την -ενδιαφέρουσα από άποψη κριτικής- προσθήκη ενός επιμύθιου/υστερόγραφου σε κάθε ποίημα ως μία εκφραστική ευρηματικότητα με μία ερμηνευτική ιδιότητα που επιτείνουν το συναισθηματισμό του χαϊκού. Αναλόγως και η καινοτόμα προσέγγιση του Χάρη Μελιτά («ποτάμι κόκκινο», Μαδραγόρας, 2013 και «ελαφρόπετρα», Μανδραγόρας, 2016) που έβαλε τίτλους στα δικά του χαϊκού δεμένους δομικά και αρμονικά με τις μικρές συνθέσεις, προσδίδοντας έναν άλλο συναισθηματικό χαρακτήρα και επεκτείνοντας το μήνυμα. Στον ίδιο δρόμο κι ο Μαυρομουστακάκης («190+1 χαϊκού», Γαβριηλίδης, 2016), ακολουθεί δημιουργικά την εξελικτική πορεία του ελληνικού χαϊκού ενισχύοντας το φυσιολατρικό περιεχόμενο με στοιχείο από το ελληνικό περιβάλλον με τη θάλασσα και την τοπική χλωρίδα και πανίδα, αλλά και με κίγκο, λέξεις-κλειδιά που λειτουργούν ως χρονική σήμανση ορίζοντας τις εποχές/μήνες από την ελληνική φύση.
Άλλωστε, από καιρό στα ελληνικά χαϊκού έχει ξεπεραστεί η αποκλειστικότητα του φυσιολακτρικού στοιχείου με την εισαγωγή από τους προαναφερόμενους δημιουργούς και άλλους (όπως ο Θεοχάρης Παπαδόπουλος ή η Εστα Ράζου) εμπλουτίζοντάς τα με κοινωνικές παραστάσεις, σκέψεις και υπαρξιακές προσεγγίσεις για την άρνηση, τον έρωτα, το χρόνο, τη μνήμη και την ηλικία ή την ποίηση και τη ζωή.