Και τι δεν θα ‘δινε ο Κεραυνός για να μπορούσε να πετάξει!
Καθόταν με τις ώρες και παρατηρούσε το πέταγμα των πουλιών και τα παιχνιδίσματά τους. Τα θαύμαζε, ονειρευόταν την ελευθερία τους. Ζήλευε τον αετό που ζούσε ψηλά στις κορυφές, τους γλάρους που παίζανε στον αφρό της θάλασσας, τα χελιδόνια που ταξίδευαν για κάπου, ποιος ξέρει πού, και ξανάρχονταν με τις ζέστες. Ακόμα και τις μέλισσες ζήλευε, που αν κι ήταν τόσο μικρές, είχαν φτερά για να πετάξουν.
Μια μέρα το ‘βαλε πείσμα. Είπε: «Εγώ θα πετάξω!».
Πήρε υφάσματα από το σπίτι, βελόνες και δεσίματα, και πήρε τους δρόμους να βρει τον φίλο του, τον Άνεμο. Είχαν συνεννοηθεί αποβραδίς να πάνε στη Γλίστρα, ένα μέρος λίγο έξω απ’ το χωριό, όπου μαζεύονταν όλα τα παιδιά και… γλιστρούσαν. Εκεί υπήρχε ένας μεγάλος βράχος, πλατύς κι απότομα κατηφορικός, που ήταν ό,τι έπρεπε για να πάρει φόρα και να πετάξει.
Με σύμμαχό του τον Άνεμο, σίγουρα θα έκανε το όνειρό του πραγματικότητα!
Η Νεφέλη επισκέπτεται με την τάξη της το Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου, όπου θα τους ξεναγήσει η Αγγελική, που ξετυλίγει μυστήρια και ζωντανεύει ιστορίες.
Εκεί, θα ταξιδέψει με τη φαντασία της στο προϊστορικό Διμήνι, που μαζί με τους φίλους της μιας άλλης εποχής, με τον Κεραυνό και την Ηλιαχτίδα, θα βρεθεί σε άγνωστα μέρη, θ’ ανακαλύψει κρυμμένα μυστικά και θα ζήσει απρόσμενες περιπέτειες.