Booknews, Άρθρα - απόψεις

“Σκέψου τι θα πει ο κόσμος! Πρόσεξε!”

ιστορίες κακοποίησης

Όταν ήμασταν παιδιά, η μητέρα μου πάντα μάλωνε εμένα και τα αδέρφια μου αν δε μοιραζόμασταν τα παιχνίδια μεταξύ μας αρχικά, κι έπειτα και με τα υπόλοιπα παιδιά φυσικά όταν ξεκινήσαμε να κοινωνικοποιούμαστε σε πρωινό στάδιο, όπως συνηθίζουν να κάνουν όλες οι μαμάδες.

Σταδιακά ξεκινήσαμε να μεγαλώνουμε και να μην παίζουμε πια με παιχνίδια και το να χτυπιέσαι στα πατώματα κλαίγοντας επειδή κάποιος σου πήρε το κουκλάκι σου ή επειδή σε ανάγκασαν να το δώσεις, έπαψε πια να είναι και τόσο χαριτωμένο. 

Μέχρι που τα παιχνίδια σοβάρεψαν. Έγιναν μεγαλύτερης και πιο βαρύνουσας σημασίας. Αυτά τα παιχνίδια ξεκίνησαν να διακόπτονται από τη ζωή την ίδια, που πλέον έγινε εκείνη η ίδια το παιχνίδι.

Και σε αυτό το νέο πλέον παιχνίδι, οι κανόνες δεν ήταν στρωμένοι, ούτε και σε κάποιον οδηγό. Τους κανόνες έπρεπε να τους διαμορφώσουμε στην πορεία, παίζοντας σε ατέρμονες γύρες με τα χαρτιά και τα ζάρια που μας έχουν δοθεί σε κάθε περίσταση.

Και κάπως έτσι, σε κάθε γύρα που παίζαμε και χάναμε ή συντριβόμασταν, ή που νικούσαμε, είχαμε την επιθυμία να το επικοινωνήσουμε και να το βγάλουμε από τα σωθικά μας. Ακόμα και να επαναπροσδιορίσουμε τους κανόνες μας, μπορεί ίσως και να ρωτούσαμε για να να υιοθετούσαμε μια τακτική άλλη από κάποιον άλλον που ήταν παίκτης περισσότερα χρόνια από εμάς και να είχε μια άλλη προσέγγιση. 

Μα τότε, τα παιχνίδια μας, οι ζωές μας, δεν ήταν για να τα μοιραζόμαστε πλέον. 

Μας σταματούσαν και μας επανάφεραν με φράσεις του τύπου “Φρόντισε να μην το μάθει κανείς αυτό! Σκέψου τι θα πει ο κόσμος/γειτονιά/μάνα/πατέρας/γιαγιά/παππούς/σύζυγος/εργοδότης/γνωστοί/φίλοι; Πρόσεξε!”

Και έτσι καταλήξαμε να γινόμαστε πιο βαριοί και να κρύβουμε στοιχειά της ζωής μας με τον νέο όρο που μας είχαν θέσει. Να σκεφτόμαστε διπλά και τριπλά το τι θα πούμε και το πώς θα το πούμε και σε ποιον θα το πούμε.

Τοιουτοτρόπως μεγάλωσα και εγώ, μέχρι που έσκασα. Μέχρι που το να Λύσω Σιωπή, δεν ήταν πλέον σκέψη, ή ιδέα, ή επιλογή, αλλά μοναδική ανάγκη και τρόπος επιβίωσης. Και απ’ όταν το έκανα, ανακάλυψα αυτήν ως τη μοναδική αλήθεια, βλέποντας τα οφέλη της. 

Μας έμαθαν πως το να κρύβουμε τα τραύματα μας, ήταν ο τρόπος για να επουλωθούμε απ’ αυτά. Το να δείχνουμε και να παίζουμε το παιχνίδι μόνοι μας, θα μας έκανε δυνατότερους και καλύτερους.

Μα το να μοιραζόμαστε, το να ανοίγουμε τις βαριές μας αποσκευές για να τις μοιραζόμαστε με άλλους, είτε επικοινωνώντας ‘τες, είτε αναλαμβάνοντας να σηκώσουμε κάτι ο ένας για τον άλλον, είναι αυτό που κάνει εν τέλει τον άνθρωπο αυτό που πραγματικά είναι. Ένα χωμάτινο κοινωνικό όν που ψάχνει στο ταξίδι της αναζήτησης του εαυτού και του κόσμου γύρω του, συνταξιδιώτες. 

Το να ανοιγόμαστε και να γινόμαστε ευάλωτοι, μας κάνει ταυτόχρονα τόσο δυνατούς. Το να μοιραζόμαστε και να βρίσκουμε την απαιτούμενη δύναμη για να μιλήσουμε για όσο μας σκοτώνουν και όσα μας κάνουν να αισθανόμαστε πιο ζωντανοί, είναι ιαματικό για κάθε έκφανση της ύπαρξής μας.

Για να το διαπιστώσει κανείς, το μοναδικό πράγμα που πρέπει να κάνει, είναι να το τολμήσει! 

 

Ακολουθεί απόσπασμα του βιβλίου

“Με τα ρούχα μου σχεδόν εντελώς στεγνά πια, κατάφερα να ηρεμήσω και αποφάσισα πως το πιο συνετό πράγμα που θα μπορούσα να κάνω ήταν να ξεκινήσω να κατευθύνομαι προς το σπίτι. Κοιτώντας στο παράθυρο, είδα πως η τηλεόραση είχε σβήσει και υπολόγισα πως σύντομα και οι δύο μου γονείς θα ροχάλιζαν, αν δεν είχαν αποκοιμηθεί από νωρίτερα παρακολουθώντας κάποια ταινία. Έχωσα τα κλειδιά στην πόρτα και τα γύρισα λίγο όσο πιο προσεκτικά μπορούσα για να μην κάνω φασαρία. Έβγαλα τα ρούχα μου και τα έβαλα κατευθείαν στα σκουπίδια. Όταν η μαμά μου θα με ρωτούσε, θα της εξηγούσα πως έπεσα και πως είχαν σκιστεί.

Φόρεσα ένα καθαρό εσώρουχο και γλίστρησα ανάμεσα από τα σεντόνια, εξουθενωμένος. Εκείνο το βράδυ, κοιτώντας στο ταβάνι τα αστεράκια που είχαμε κολλήσει με τον πατέρα μου για να μάθω να συνηθίζω στο σκοτάδι, χαμογέλασα. Είχα βρει έναν τρόπο να λυτρωθώ μόνος μου από την κατάσταση. Κατάλαβα πως η συνθήκη εκείνης της νύχτας είχε φέρει στην επιφάνεια αναπάντεχα αποτελέσματα. Αν δεν έδινα αυτό που ήθελαν, δεν θα είχαν τίποτα να πάρουν από εμένα κι έτσι δεν θα ξαναέμπαιναν στον κόπο να με προσεγγίσουν ξανά.”

 

Λύω, σιωπή!