Σκοτεινά Πιερίας.
Ένα ανήλιο, έρημο χωριό στον ορεινό όγκο των Πιερίων, κρυμμένο κάτω από την σκιά του Ολύμπου, με την ιστορία του να βρίθει από θρύλους, φαντάσματα, οπτασίες, στοιχειώματα και φοβικά φαινόμενα. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει γιατί ένα χωριό που έσφυζε από ζωή, περιτριγυρισμένο από ένα τεράστιο σε έκταση δάσος οξιάς και με ένα βραβευμένο κρατικό εργοστάσιο επεξεργασίας ξύλου, εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του ομαδικά και βεβιασμένα στα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Σήμερα τα Σκοτεινά ή Μόρνα -όπως ήταν η παλαιότερη ονομασία του- είναι ένα χωριό φάντασμα. Μόρνα σημαίνει «σκοτεινός τόπος» και στις παρυφές του κυλά ο Μόρνος (σκοτεινός ποταμός) ή Μαυρονέρι, ο οποίος πήρε την δυσοίωνη αυτή ονομασία λόγω του χρώματος των νερών του.
Οι κάτοικοί του μετακινήθηκαν περίπου 13 χιλιόμετρα ανατολικά ιδρύοντας ένα νέο χωριό που το ονόμασαν Φωτεινά, ονομασία ακριβώς
αντίθετη με την προηγούμενη. Γιατί οι κάτοικοι των Σκοτεινών εγκατέλειψαν τον τόπο τους τόσο βιαστικά, αρνούμενοι να εξηγήσουν τους λόγους της απόφασής τους αυτής; Αν σήμερα βρει κάποιος το θάρρος να επισκεφθεί το έρημο χωριό (φρόνιμο θα ήταν μόνο με το φως της ημέρας) κι επιχειρήσει να μπει στα παρηκμασμένα σπίτια θα διαπιστώσει πως η φυγή των κατοίκων έγινε με ιδιαίτερη βιασύνη και χωρίς προετοιμασία, σαν κάτι το ανεξήγητο και απόκοσμο να επίσπευσε την εγκατάλειψη. Έπιπλα, οικιακά σκεύη, έγγραφα και είδη καθημερινής χρήσεως αφέθηκαν μέσα στα σπίτια. Προβλήθηκαν κατά καιρούς κάποιοι λόγοι που δεν στάθηκαν όμως ικανοί να εξηγήσουν την σπουδή αυτής της φυγής. Η μεταφορά του εργοστασίου ξυλείας στο Λιτόχωρο. Η ακατάλληλη γεωγραφικά τοποθεσία του οικισμού που ήταν χτισμένο σε μια στενή κοιλάδα στα Πιέρια όρη ανάμεσα σε δυο βουνά. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την πολύ πυκνή δασώδη βλάστηση κρατούσαν μακριά τον ήλιο τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Ξημέρωνε αργά και νύχτωνε πολύ νωρίς.
Στο φαινόμενο αυτό οφείλεται και η ονομασία του χωριού. Ίσως όμως ο πραγματικός λόγος να ήταν άλλος. Πολλοί ερευνητές του παραφυσικού ήλθαν σε επαφή με τους παλαιούς κατοίκους του χωριού και λίγα στόματα- ανεπίσημα κι ανώνυμα- άνοιξαν. Ένας ορυμαγδός αποκαλύψεων ξέσπασε κεντρίζοντας το ενδιαφέρον αρθρογράφων, τηλεοπτικών μέσων και κυνηγών του ανεξήγητου. Θρύλοι, δεισιδαιμονίες και φοβικά φαινόμενα αποκαλύφθηκαν.
Πολλοί μιλούσαν για γυμνές νεράιδες που χόρευαν τα βράδια στα νερά του ποταμού Μόρνου κι όποιος τις συναντούσε θα έχανε την μιλιά του ή θα πέθαινε.
Τα βράδια στα σοκάκια του χωριού κυκλοφορούσαν μικρά
γυμνά κορίτσια ή κατ’ άλλους μωρά, τα λεγόμενα «γκουλιαβούδια» ή «γκουλιαγκούδια» χορεύοντας τον δικό τους σκοτεινό χορό και κλαίγοντας γοερά. Πριν το ξημέρωμα, ανέβαιναν στην κορυφή του βουνού και κρύβονταν σε μια σπηλιά περιμένοντας να ξαναβραδιάσει για να συνεχίσουν την τρομακτική τους δραστηριότητα. Υπήρχαν εγκαταλελειμμένα σπίτια που θεωρούνταν στοιχειωμένα. Το πιο διάσημο είναι το «σπίτι με το μαλλιαρό χέρι», ερείπια του οποίου υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Σύμφωνα με τον θρύλο, ο ιδιοκτήτης του έφυγε μετανάστης εγκαταλείποντάς το κι όποιος αποτολμούσε να μπει στο εσωτερικό του, ένα μαλλιαρό χέρι θα τον άρπαζε και θα τον
οδηγούσε σε ένα φρικτό τέλος. Φοβικά φαινόμενα εμφανιζόταν στην περιοχή του « Τούρκου». Απόκοσμες φωνές και ουρλιαχτά, ήχοι αγήινης προέλευσης και εμφανίσεις σκιών και φαντασμάτων. Όλα τα παραπάνω τρομοκρατούσαν τους κατοίκους με αποτέλεσμα τις ώρες που έπεφτε το σκοτάδι να μην βγαίνουν από τα σπίτια τους. Ίσως οι πραγματική αιτία της εσπευσμένης φυγής των κατοίκων να ήταν ακριβώς αυτή. Η αποφυγή της διαβίωσης σε ένα σκοτεινό τόπο, ανάμεσα σε θηριώδη δασωμένα βουνά και με ελάχιστες ώρες ηλιοφάνειας, που μόλις έπεφτε το σκοτάδι φασματικές μορφές κυκλοφορούσαν στα στενά σοκάκια του και μέρη απαγορευμένα που προξενούσαν υπερφυσικό
τρόμο στον οποιοδήποτε τα πλησίαζε.
Για το χωριό των Σκοτεινών υπάρχει εκτεταμένη αρθρογραφία. Αρκετές ήταν και οι τηλεοπτικές εκπομπές που ασχολήθηκαν με τους θρύλους του. Η συγκεκριμένη τοποθεσία έλκει όλες τις εποχές του χρόνου επισκέπτες, που περιδιαβαίνουν τα μονοπάτια της, ευελπιστώντας να αντικρύσουν κάποιο από τα μυστήρια του σκοτεινού αυτού τόπου.
Ως λάτρης του παραφυσικού εμπνεύστηκα το αστυνομικό μυθιστόρημά μου με τίτλο “ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΧΙΜΑΙΡΑ” από τους θρύλους, τις δοξασίες και την εν γένει υπερφυσική ατμόσφαιρα της Μόρνας.
Χρησιμοποίησα κάποιους από τους προαναφερόμενους θρύλους του εγκαταλελειμμένου χωριού, αλλά και την προσωπική μου εμπειρία ως μάχιμος Αξιωματικός πεδίου της Ελληνικής Αστυνομίας στην εξιχνίαση εγκληματικών δραστηριοτήτων, για να δημιουργήσω με την πένα μου ένα σκληρό αστυνομικό μυθιστόρημα με έντονα στοιχεία παραφυσικού, παραδοχές της Παραψυχολογίας και απόλυτο υπερφυσικό τρόμο, με μια καθηλωτική πλοκή κι ένα αναπάντεχο φινάλε που ο αναγνώστης δεν είναι σε θέση να μαντεύσει παρά μόνο στα μέσα του τελευταίου κεφαλαίου. Εκμεταλλευόμενος την δύναμη της πρωτοπρόσωπης αφήγησης στο συγκεκριμένο αστυνομικό μυθιστόρημα, προσπαθώ να ταυτίσω τον αναγνώστη με τον ήρωα του μυθιστορήματος και ειδικότερα να τον οδηγήσω στο να βιώσει την αγωνία του πρωταγωνιστή, το πάθος και την εναγώνια προσπάθειά του να φτάσει στην εξιχνίαση των ειδεχθών, πρωτοφανών εγκλημάτων στην ήσυχη περιοχή του Νομού Πιερίας αλλά
και να κατακλυσθεί από τα έντονα συναισθήματα φόβου και δέους απέναντι στο άγνωστο και το παραφυσικό.
Η πλοκή του εν λόγω μυθιστορήματος, ενώ φαίνεται να ξεκινάει από ένα κοινό και γνωστό υπόστρωμα, διέρχεται ακολούθως μέσα από πολλά πλεγμένα επίπεδα και μετεξελίσσεται σε ένα κρεσέντο σκληρής βίας, θανατερού τρόμου κι ανείπωτης αγωνίας κι ο αναγνώστης ενώ σκέφτεται ότι τέτοια γεγονότα δεν είναι δυνατό να συμβούν ο σπόρος της αμφιβολίας φυτεύεται μέσα του δημιουργώντας ερωτήματα για την γνώση που κατέχουμε σχετικά με τον κόσμο που μας περιβάλλει.
Ελπίζω ο υποψήφιος αναγνώστης να απολαύσει το ιδιαίτερο αυτό
«πάντρεμα» της αστυνομικής λογοτεχνίας μ’ αυτήν του παραφυσικού και
του υπερκόσμιου τρόμου.
Γιαρεντζίδης Βασίλειος
Αντιστράτηγος ε.α. Ελληνικής Αστυνομίας
Συγγραφέας- Εικαστικός