Κριτικές

Metal Chapters Vol.II: “H συναυλία στέφθηκε με επιτυχία”

Γράφει η Μαρία Σούμμα

Η λογοτεχνία και η metal μουσική διασταυρώνουν ξανά τους δρόμους τους

 …Η εν δυνάμει σχέση δεν ξεκινάει καλά! Ενίσταμαι καθέτως σε αυτή την πρώτη δήλωση. Μεταξύ μας, είναι και η μοναδική μου σε όλο το βιβλίο. Η λογοτεχνία, και δη αυτή του τρόμου και του φανταστικού, προχωράει παράλληλα με τη metal μουσική και όχι απλώς διασταυρώνεται, αλλά τέμνεται πολλάκις σε περισσότερα του ενός σημεία, όσο και οξύμωρο να φαντάζει. Το αποτέλεσμα; Η δημιουργία ενός νέου χρωμοσώματος  που χαρακτηρίζει το γενετικό υλικό όλων σχεδόν των αναγνωστών αυτού του είδους.

Τα κοινά τους σημεία πολλά. Το ύφος, η αντισυμβατική σκέψη, τα δυστοπικά περιβάλλοντα, αλλά και η υπερβατικά παραβατική συμπεριφορά στον τρόπο έκφρασης με έκανε να δω την όλη συλλογή αλλιώς.

«Τείχη νερού αργοκίνητα σαν λάβα, μαύρα σαν κάρβουνο, σπρώχνουν το φορτηγό πλοίο σε βουνοπλαγιές, σε αφρώδεις κορυφές και απότομες κατηφόρες».

Hippocampus Xelyryth & Adam Nevill

Ο πρώτος στόχος επετεύχθη! Στα δικά μου μάτια δεν ένα απλώς ένα βιβλίο. Ακόμα ηχεί σαν μια καλοχρονισμένη μπάντα πριν από ζωντανή εκτέλεση σε κατάμεστο –εύχομαι– στάδιο. Τα πάντα είναι μελετημένα, ο ήχος, η ένταση, ακόμα και οι θέσεις των οργάνων επί σκηνής.

«Το heavy metal παραδοσιακά χαρακτηρίζεται από τον δυνατό, παραμορφωμένο ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας, τους εμφατικούς ρυθμούς, τον πυκνό ήχο μπάσου και την έντονη χρήση των ντραμς. Ας ψάξουμε λοιπόν για παραλληλισμούς».

«We are riding the storm till the end of the world»

Alestorm To the end of the world

Τα ντραμς

Συνήθως ο drummer είναι αυτός που συμβάλλει κατά κύριο λόγο στη διατήρηση ενός σταθερού παλμού και επαναλαμβανόμενων ρυθμικών μοτίβων. H θέση του πάντα στο κέντρο. Κατά αυτόν τον τρόπο οι δονήσεις που προκαλεί γίνονται αισθητές παντού.

Σε όλα τα διηγήματα νιώθεις αυτόν τον δυνατό παλμό. Δάμτσιος και Δημητριάδης σταθεροί και πιστοί, τόσο στο λογοτεχνικό είδος που πρεσβεύουν όσο και στη metal μουσική, δίνουν πάλι το παρών. Ο αναγνώστης από την πρώτη ιστορία του «Spectre», μια από τις αγαπημένες μου, αισθάνεται τους παλμούς του να συγχρονίζονται και τη σκέψη του να αναπηδά.

Είτε το δούμε από την περίεργη οπτική ενός εν αποστρατεία αστυνομικού είτε από αυτή του Δαρβίνου, οι εξελίξεις στην πλοκή όλων είναι απίστευτα γρήγορες, τόσο που τα διηγήματα τελειώνουν και θες απλώς να τα ξαναδιαβάσεις. Όπως ακριβώς θες να ακούσεις ξανά και ξανά το αγαπημένο σου τραγούδι, γιατί ξέρεις ότι έχει να σου πει κάτι ακόμα.

Οι ήρωες είναι εμφατικοί, με εσκεμμένες πιέσεις σε σημεία του χαρακτήρα τους, που τους κάνουν ιδιόρρυθμους, παράξενους και απροσδιόριστα αγαπητούς. Πολυεπίπεδοι και τρισδιάστατοι, παρά τη μονοχρωμία που μοιάζει να τους χαρακτηρίζει με την πρώτη ματιά. Έχουν αισθήματα, φόβους και αδυναμίες, όπως ακριβώς το ευρύ φάσμα ηχητικών εφέ που διατίθεται στους metal drummers. Έτσι τους επιτρέπεται να αποκτήσουν μια πολυπλοκότητα μέσα στο στοιχειώδες κίνητρο για υπέρβαση και επιβίωση.

Και ενόσω οι δύο παραπάνω κρατούν σταθερό αυτόν τον ρυθμό, έρχεται εμβόλιμα ο Roger Rovento σαν drumfill να αναταράξει τα «νερά», δίνοντας μια νέα αύρα στον ήδη επιτυχημένο ρυθμό. Μικρές ιστορίες και απλές στη δομή καταφέρνουν όχι μόνο να σταθούν, μα και να εκπλήξουν ευχάριστα. Με την αλληγορική γραφή του με εγκλώβισε σε ένα ανελέητο headbanging, που θεωρούσα ότι είχα αφήσει πίσω προ πολλού. Η γραφή, όπως και η μουσική του, απόλυτα ρυθμική και δεν παρέκκλινε ούτε λεπτό. Σε κρατάει δέσμιο, αφήνοντας μόνο μικρές ποσότητες αέρα να εισέλθουν στα πνευμόνια σου, ίσα ίσα να επιβιώσεις. Αφοπλιστικές περιγραφές με πρωτοπρόσωπες κυρίως αφηγήσεις. Γνωρίζεις εξαρχής ότι πρόκειται για μια ακόμα «μαύρη ιστορία», μα ψάχνεις να βρεις το φως.

Έτσι κάπως, στο κέντρο της σκηνής, με δικό τους φωτισμό, τα ντραμς θα ενώσουν τα σύντομα, απότομα και αποσπασμένα διαφορετικά ρυθμικά κύτταρα που παράγει καθένας τους ξεχωριστά σε ρυθμικές φράσεις με δυναμικά διακριτική, μα συχνά τρελή υφή.

Η κιθάρα

Ο κιθαρίστας πάνω στη σκηνή τοποθετείται λίγο πιο μπροστά από τον ντράμερ, μα με τα σόλο, μα με τα riffs δηλώνει το ύφος, το μοτίβο και τον χαρακτήρα του συγκροτήματος.

Το αιώνιο δίλημμα “κιθαρίστας ή ντράμερ” εδώ μεταφράζεται λίγο πιο απλά. Δομή και πλοκή ή κεντρική ιδέα και γλώσσα είναι αυτά που θα καθορίσουν την «ποιότητα» ενός βιβλίου; Λοιπόν, απάντηση δεν υπάρχει, τουλάχιστον δεν είναι ξεκάθαρη. Στα διηγήματα η κεντρική ιδέα υπάρχει και δεν είναι άλλη από τα τραγούδια διάσημων συγκροτημάτων της ροκ σκηνής, όπως οι Judas Priest,οι Gamma Ray, οι Nightwish και άλλοι. Σε αυτές τις περιπτώσεις μια «διασκευή» θα ήταν το προφανές και το ευκολότερο. Δεν περίμενα να δω κάτι τέτοιο, ειλικρινά θα απογοητευόμουν. Κρατούν μόνο την ατμόσφαιρα!

Ο Lommi (Black Sabbath) σκέφτηκε να ρίξει έναν τόνο τη Μι της κιθάρας του για να μπορεί να παίζει πιο εύκολα, όταν πληγώθηκαν τα δάχτυλά του. Αριστοτεχνικά εδώ συναντάμε κάτι ανάλογο. Όλες οι ιστορίες δεν εξηγούν απλώς τους στίχους, δεν διηγούνται την ιστορία του τραγουδιού. Δίνουν με τον δικό τους τρόπο στην ήδη υπάρχουσα ατμόσφαιρα το «πριν» ή το «μετά»· σε κάποιες συνάντησα και το «ίσως αν ήταν αλλιώς». Μας μεταφέρουν απλώς τη δική τους οπτική, παράτολμα πολλές φορές. Αποδημούν τους στίχους και αναπλάθουν νέες ιστορίες. Ιστορίες από αυτές που μπορούν να αποτελέσουν έμπνευση για νέα τραγούδια. Ιστορίες από αυτές που ακόμα και αν δεν ξέραμε τα τραγούδια, θα μας κάνουν να τα τραγουδάμε συχνά εφεξής.

Τα πληγωμένα δάχτυλα εδώ δεν είναι τίποτα άλλο από την κοιμισμένη μας φαντασία που έρχονται να εξάρουν με κάθε χαμηλωμένη Μι. Όλη αυτή η σχέση τραγουδιού-διηγήματος, όμοια με καρκινική πρόταση, αποδίδει το ίδιο, ασχέτως από ποια μεριά θα την ξεκινήσεις.

Το μπάσο

Όλοι ασχολούνται με το αιώνιο δίλημμα: “κιθαρίστας ή ντράμερ”. Τι συμβαίνει όμως με το μπάσο, το πιο “αόρατο” όργανο της ροκ μπάντας; Στην άκρη της σκηνής, ο μοναχικός μπατίστας σιγοντάρει τα ντραμς, κρατώντας τον ρυθμό και λειτουργεί ως «στήριγμα».

Και όμως είναι το όργανο εκείνο που “παντρεύει” τον ρυθμό με τη μελωδία. Εκεί έγκειται η μαγκιά του μπατίστα· να είναι ευέλικτος, να ισορροπήσει, να “ανοίξει” χώρο για να χτίσουν οι υπόλοιποι μουσικοί.

Το μπάσο θα το πάρουν με τη σειρά όλοι τους, ευτυχώς! Επιλέγονταν να παίξουν με την τεχνική του tapping, διόλου τυχαίο για όσους τους έχουν ξαναδιαβάσει. Σε αυτή την τεχνική με το δεξί χέρι καπακώνει τη χορδή και δημιουργεί κάτι σαν τρίλιες, όρος για τον καλλωπισμό της μελωδίας, αν θέλουμε να το πούμε απλά.

Το κάθε διήγημα έχει την δική του τρίλια.

Αν με ρωτήσετε, θα σας πω ότι όσον αφορά τον Δάμτσιο, αυτές αποτελούν ανατροπές. Ποτέ δεν ξέρεις ποιο θα είναι το τέλος, είναι ο συγγραφέας που κατάφερε μέσα από το “Spectre” να απογειώσει μια κλασική εικόνα της λογοτεχνίας του τρόμου, πιθανότατα να το έκανε αποδίδοντας άτυπο φόρο τιμής στον Masterton που συμμετείχε στο πρώτο βιβλίο. Βαθιά μέσα μου ελπίζω πως όχι.

Ο Δημητριάδης για ακόμη μια φορά μου απέδειξε ότι δεν θα σταματήσει να με εκπλήσσει ποτέ. Στο “Buildings” –στην τριλογία των αγαπημένων μου– και αφού χρειάστηκε να διαβάσω το όνομα δύο φορές, θα δείτε έναν άλλον συγγραφέα. Η εξέλιξή του στις περιγραφές, που είναι και το δυνατό του σημείο, απερίγραπτη. Σαγηνευτική γραφή, με ροή τόσο ομαλή και αδιάκοπη, που δεν κατάλαβα ειλικρινά πότε κύλησαν οι δέκα σελίδες. Αν με ρωτούν πλέον για κινηματογραφική απόδοση εικόνων, θα τους παραπέμπω σε αυτό.

Roger Rovento. Η αντίστροφη ανάγνωση της «καρκινικής» αυτής σχέσης έχει ξεκινήσει. Δεν είχα καταλήξει αν οι στίχοι ή η μουσική του αποτελεί το στοιχείο εκείνο που «καλλωπίζει» τα τραγούδια που εμπνεύστηκε από τα πέντε τα διηγήματά των Grady Hendrix, Yoon Ha Lee, Paul Temblay, Darcy Coates και Adam Nevil μέχρι που έφτασα στο τέλος, στο “Hippocampus”. Εκεί συνειδητοποίησα ότι είναι η ταυτότητά του. Είναι το μοτίβο που θα τον κάνει να ξεχωρίσει, η απόλυτη συνοχή και ισορροπία μεταξύ των δύο. Όσο για το “Hippocampus”, εδώ κλείνει η τριλογία αγαπημένα. Μεγάλες προτάσεις, ελάχιστα σημεία χωρίς παρομοιώσεις και μεταφορές, εν τούτοις πολύ γρήγορες εναλλαγές και ναι, με απόλυτη συνοχή σκέψης. Είναι κάτι που σπανίζει αλλά μου αρέσει όσο τίποτα άλλο, γιατί διαβάζω ενώ ταυτόχρονα πλάθω μια παράλληλη ιστορία. Όχι απαραίτητα αυτή που θα ήθελε ο συγγραφέας, μα το γεγονός και μόνο ότι την κάνω δική μου αποτελεί επιτυχία.

Αν κάνετε, λοιπόν, μια αναζήτηση με θέμα «χαρακτηριστικά metal μουσικής», μια από τις απαντήσεις που θα λάβατε είναι:

Κυρίαρχο στοιχείο του Χέβι Μέταλ είναι η διαρκής εξέλιξή του στα διάφορα είδη που το απαρτίζουν και πολύ περισσότερο ο πειραματισμός, η ανάμειξη διαφορετικών επιρροών με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων ειδών Μέταλ μουσικής“.

H συναυλία στεύθηκε με επιτυχία. Με συντελεστές περίεργους, κουτιά, καράβια, φαντάσματα, ψυχές, σκιές πάνω από πόλεις ή μέσα σε μυαλά, μέχρι και ένα τμήμα από δέρμα ανθρώπινου πρόσωπου, και ενώ το στάδιο άδειασε, ο απόηχος το γεμίζει ακόμη.

Για να είμαστε δίκαιοι όμως, πέρα από την μπάντα, σκληρή δουλεία έγινε και πίσω στα παρασκήνια.

Ένα από τα πιο πολυμορφικά εξώφυλλα, ίδιος χαμαιλέοντας. Αλλάζει ανάλογα με το περιβάλλον, όπως η διάθεση με τη μουσική. Η εικαστική επιμέλεια με σταθερό μοτίβο θέτει ευδιάκριτα όρια ανάμεσα στα διηγήματα. Τηρώντας δε σε μαύρο φόντο τις περαιτέρω πληροφορίες, με διευκόλυνε πάρα πολύ ως αναγνώστη, κάνοντάς τες ταυτόχρονα να ξεχωρίζουν. Αν δεν υπήρχε, ίσως και να τις προσπερνούσα. Για μια ακόμη φορά τα εύσημα στο atelier του iWrite.gr.

Εξαιρετική επιμέλεια από τη Γεωργία Καλαμαρά και αν κρίνω από την απόδοση των νοημάτων, πάρα πολύ καλή δουλεία στη μετάφραση από τη Γιώτα Δάμτσιου.

Σας προκαλώ ή σας προσκαλώ, λοιπόν, να διαβάσετε το Metal Chapters Volume Two. Θα διαπιστώσετε και οι ίδιοι ότι ο αρχικός συλλογισμός μου περί παράλληλων δρόμων και σύγκλισης μεταξύ metal και λογοτεχνίας ευσταθεί.

Heavy metal is immortal, but we’re not.

Rob Halford

Και αφού τα πράγματα είναι τόσο απλά, ας ταξιδέψουμε στην αιωνιότητα, έστω για 379 σελίδες!

 

ΠΗΓΗ nyctophilia.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ THE METAL CHAPTERS VOL. 2