«Έχεις πολλή φαντασία για να κάθεσαι να γράφεις ιστορίες αλλωνών, ενώ μπορείς κάλλιστα να γράψεις τις δικές σου».
Μια φράση-κλειδί που υπάρχει αυτολεξεί μέσα στο μυθιστόρημα του «Κόκκινου Ειδώλου»… Μια φράση που με ακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών μου στη μετάφραση… Μια φράση που είχε ειπωθεί από μια αγαπημένη συμφοιτήτρια στην οποία είχα εξομολογηθεί ότι έγραφα από μικρή… Είχε αναρωτηθεί φωναχτά πώς και αποφάσισα να ασχοληθώ επαγγελματικά με την… αναβίωση των ιστοριών άλλων ανθρώπων σε μια άλλη γλώσσα, όταν της έδειξα μερικά αποσπάσματα από τα παλιά μου βιβλία, τα πρωτότοκά μου «παιδιά».
Με θυμάμαι ακόμα, δεκαέξι χρόνων κορίτσι, να γυρνάω από το σχολείο και οι ιστορίες που κατέφταναν, σαν από μόνες τους, στο κεφάλι μου, να μου κρατούν παρέα μέχρι να βάλω το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού μου. Αργότερα, προσπαθούσαν να ξορκίσουν την πίεση του κοπιαστικού διαβάσματος, τις απαιτήσεις και τα ωράρια του «αιμοσταγούς» φροντιστηρίου, τα ατελείωτα ερωτηματικά της εφηβείας και τις απογοητεύσεις από την μη κατανόηση των φίλων και γνωστών, παίρνοντας ζωή στο χαρτί.
Όπως βλέπετε, υπάρχει ιστορικό με την συγγραφή! Το οποίο προέκυπτε είτε αβίαστα ή όποτε το πυροδοτούσαν οι ίδιες οι συνθήκες και τα πρόσωπα της ζωής. Γι’ αυτό κι εγώ κάποτε πάτησα το κουμπί της παύσης στη μεταξύ μας σχέση, γιατί ένιωθα υποσυνείδητα πως δεν είχε έρθει η στιγμή κοινοποίησης της οποιασδήποτε ιστορίας που θα μου χάριζε και επίσημα την ιδιότητα της συγγραφέα. η στιγμή σηματοδότησης μιας «αρκετά καλής ιδέας», που θα μπορούσα να κοινωνήσω και σε άλλους. Αυτό το τελευταίο κρύβει και μια αίσθηση αλτρουισμού, καθώς νιώθω ότι οι άνθρωποι ξεμπερδεύουν πιο εύκολα τα μπλεγμένα κουβάρια της ζωής τους μέσα από μουσική, ταινίες και βιβλία. Γιατί τα παρακλάδια της τέχνης έχουν αυτό ακριβώς το χάρισμα: να χρίζουν πάντα τους κατάλληλους από μηχανής θεούς!
Αυτό έγινα για την Σύλβια Γουόκερ. Ο από μηχανής θεός της, που έγραψε την ιστορία της και εξέφρασε με όσο περισσότερη λεπτομέρεια γινόταν τις σκέψεις και τους προβληματισμούς της για όλα αυτά που αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος, ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας, στο σήμερα. Αυτό ήταν η Σύλβια. Σε καμία περίπτωση, το «καλό κορίτσι», η λεγόμενη «κλασική πρωταγωνίστρια ενός αισθηματικού μυθιστορήματος». Στο δικό της είδωλο αντικατοπτρίζεται, για μένα, η πραγματική δύναμη μιας σύγχρονης γυναίκας. Εκείνης που πονάει και το δείχνει, εκείνης που κάνει λάθη και αυτοενοχοποιείται γι’ αυτά, εκείνης που παλεύει λυσσασμένα για την αγάπη και τον έρωτα και κλαίει όποτε νιώθει ότι έχει αδικήσει άλλους ανθρώπους και κυρίως, τον ίδιο της τον εαυτό… Δεν έχω καταλάβει ακριβώς γιατί στις μέρες μας ταυτίζουμε τον δυναμισμό με τις φωνές ή με το ρητό «να χτυπήσεις αντρίκεια το χέρι στο τραπέζι» ή με την ευκαιρία να ηγηθείς μιας ομάδας. Πιστεύω ότι ο πραγματικός δυναμισμός κρύβεται στο συναίσθημα, σε αυτούς που το βιώνουν και σε αυτούς που το εξυμνούν και αποφασίζουν κάποια στιγμή, όπως εγώ, να εκφραστούν μέσα από αυτό, να γράψουν γι’ αυτό…
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη φράση ενός ανθρώπου που υπεραγαπώ, όταν εξέφρασα δυνατά τις αμφιβολίες μου για το αν θα έπρεπε να κυνηγήσω την έκδοση αυτής της ιστορίας. Είχα πει: «Νιώθω εγωίστρια… Σαν μαμά που το παιδί της φεύγει από το πατρικό σπίτι στα δεκαοχτώ για σπουδές και δεν θέλει να το αποχωριστεί». Και μου απάντησε: «Δεν το αποχωρίζεσαι. Αυτό το ρήμα προκαλεί μια αρνητική και βαριά αίσθηση. Το αφήνεις να ταξιδέψει. Και δεν υπάρχει τίποτα βαρύ ή ψυχοφθόρο σε αυτό».
Κατάλαβα πως είχε δίκιο… Και πως αυτό ακριβώς ήθελα να σηματοδοτεί το βιβλίο μου και για τους άλλους ανθρώπους που θα το πιάσουν στα χέρια τους, θα το ξεφυλλίσουν, θα το μυρίσουν… Ένα ταξίδι… Γιατί πάντα ξεκινάς για ένα ταξίδι εξοπλισμένος με χάρτες και πυξίδες, κρέμες για τα εγκαύματα και αλλαξιές για κάθε πιθανή περίσταση… Και πάντα καταλήγεις να επιστρέφεις έχοντας μια… κωμικοτραγική ιστορία να διηγηθείς για μια φορά που χάθηκες και δεν έβρισκες κανέναν να σου δώσει οδηγίες, με ώμους καμμένους απ’ τον ήλιο και την βαλίτσα φίσκα από καινούρια ρούχα που δεν είχες ανάγκη να αγοράσεις…
Αυτήν ακριβώς την ομορφιά του ταξιδιού μου πρόσφερε η Σύλβια. Και όχι μόνο κατάφερε να με γεμίσει σουβενίρ (!), αλλά επίσης με βοήθησε να προσπαθήσω, σαν ηθοποιός, να μπω στο πετσί του ρόλου της, να μιλήσω για τα βιώματα και τους προβληματισμούς της σαν μέσα από τα δικά της μάτια… Ήταν από τις καλύτερες «συνεργασίες» της ζωής μου! Έγραφα κάθε μέρα, για όσες ώρες το επέτρεπε η έμπνευση, για ενάμισι μήνα ακριβώς. Η ιστορία ξεδιπλώθηκε αβίαστα και η λέξη ΤΕΛΟΣ μπήκε σχετικά νωρίς. Παρά την στενοχώρια μου για το αληθές ρητό ότι «όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν», ξαναδιαβάζοντάς την, έπιασα τον εαυτό μου να νιώθει οικεία, να συμπονά, μερικές φορές μέχρι και να ταυτίζεται με την αγαπημένη μου ηρωίδα. Κι εύχομαι πραγματικά, το ενήλικο πλέον παιδί μου (ναι, είμαι χαζομαμά με τα όλα μου!) να καταφέρει να βρει τα πατήματά του και στους δικούς σας κόσμους, στις δικές σας διακοπές, στα δικά σας ταξίδια, με ή χωρίς βαλίτσες…
Το παρόν κείμενο υπογράφει η πτυχιούχος του Τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας Ειρήνη Κουρουνιώτη, και συγγραφέας του κοινωνικού μυθιστορήματος “Κόκκινο Είδωλο”